Ο Δεκέμβριος και ο Ιανουάριος είναι οι μήνες των πολλών εορτών. Τέτοιες μέρες στο παρελθόν, οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από τους συγχωριανούς μας που γιορταλαμένοι μοιραζόντουσαν επισκέψεις με τα αντρόγυνα να περνούν αγκαζέ, ενώ από τις πόρτες που ανοιγόκλειναν μοσχομύριζαν τα μελομακάρονα και οι κουραμπιέδες.
Ήταν οι ανθισμένες εποχές που οι άνθρωποι είχαν ανοιχτά τα σπίτια τους, κι όπως οι νοικοκυρές σκούπιζαν το δρόμο μπροστά από την αυλή τους και άσπριζαν τα δέντρα στον απέναντι δρόμο – γιατί το πρόσωπό τους ήταν ανοιχτό στη γειτονιά και στην κοινωνία – με τον ίδιο τρόπο καλοδεχόντουσαν και το γείτονα, το χωριανό και τον ξένο.
Οι ανταλλαγές αυτές επισκέψεων, αφενός ικανοποιούσαν την έμφυτη ανάγκη για κοινωνικότητα των ανθρώπων, αφετέρου ήταν η φυσιολογική επιδίωξη μιας εποχής που βγαίνοντας από τον τελευταίο Μεγάλο Πόλεμο και τον Εμφύλιο, αναζητούσε στο πρόσωπο του συνανθρώπου τη συνθήκη μας συναισθηματικής επιστέγασης που να πλουτίζει τη στενεμένη ζωή του με διέξοδο, χαρά, προοπτική, όνειρα.
Κάθε φορά στο πανηγύρι οι νοικοκυρές μαγείρευαν κάμποσες μερίδες παραπάνω, γιατί ήταν σίγουρο, ακόμη κι αν δεν είχαν ειδοποιηθεί, πως θα είχαν στο σπίτι μουσαφίρηδες που θα έπρεπε να τους περιποιηθούν καλύτερα κι από τα παιδιά τους. Αυτή η συνήθεια είναι μια παράδοση αληθινής συντροφικότητας της αρχαιοελληνικής φιλοξενίας μέσα στους αιώνες, την οποία προστάτευε ο κορυφαίος Ξένιος Ζευς ο οποίος «απαιτούσε» όταν κάποιος ξένος κτυπούσε την πόρτα του ομηρικού σπιτιού να μην ρωτούν αμέσως ποιος είναι και τι θέλει, παρά μόνο αφού του έπλεναν τα πόδια (!) και του πρόσφεραν φαγητό και κρασί.
Ας επιστρέψουμε, όμως στη δική μας εποχή. Στο παρελθόν, λοιπόν, οι οικογένειες που ήταν φιλικά συνδεδεμένες μεταξύ τους μπορούσαν να κτυπήσουν την πόρτα οποιαδήποτε στιγμή. Όμως, μπορούσε να κτυπήσει την πόρτα οποιαδήποτε ώρα και αυτός που είχε ένα μεγάλο πρόβλημα και χρειαζόταν τη βοήθεια του γείτονα ή άλλου συγχωριανού, ο οποίος με το ήθος του είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη του χωριού. Στις γιορτές, όμως, οι επισκέψεις αποκτούσαν πιο επίσημο χαρακτήρα και τις διακατείχε ένα τελετουργικό που άρχιζε από το καλό ντύσιμο και έφτανε μέχρι τους εκλεκτούς μεζέδες και το γλυκό που έφτιαχνε κάθε νοικοκυρά με τα χέρια της, για να φανεί ότι η οικογένεια φαινόταν αντάξια της τιμής της επίσκεψης. Τα καλοραμμένα κοστούμια και τα κομψά ταγιέρ στα λεπτά γυναικεία σώματα συνέθεταν τη μεγάλη εικόνα μιας κοινωνίας που ζούσε σε συνθήκες λιτής ευημερίας με τη συναίσθηση πως ο αληθινός πλούτος βρίσκεται στα λίγα και ανεκτίμητα, στα ποιοτικά και ταπεινά.
Όμως, το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό αυτών των επισκέψεων που τις διατήρησε στο πέρασμα των αιώνων ήταν ο σεβασμός αυτών που περνούσαν το κατώφλι για να εισέλθουν στο φιλικό σπίτι. Δεν ήταν, και δεν είναι απλό πράγμα, να σε προσκαλεί ο συνάνθρωπός σου και να σου δίνει το δικαίωμα να εισέρχεσαι στο σπίτι του, στο θησαυροφυλάκιο των πιο ιερών στιγμών της οικογένειάς του. Είναι γνωστό πως σπίτι δεν είναι τα ντουβάρια, αλλά η ψυχή της οικογένειας. Αν δεν συναισθάνεσαι αυτή την τιμή κι αν δεν ενδύεσαι κάτω από τα καλά σου ρούχα αυτόν τον σεβασμό και τους καλούς σου τρόπους, είναι καλύτερα να μην περνάς το κατώφλι οποιουδήποτε σπιτιού, ακόμη και του πιο φτωχικού. Πρέπει να είσαι μετρημένος στα λόγια σου, προσεκτικός στις κινήσεις σου, πρέπει να αφήσεις έξω από την πόρτα τη μιζέρια σου και τον κακό εαυτό σου, προσφέροντας το πιο ακριβό σου δώρο, ένα διαμαντένιο κομμάτι αγάπης, στους οικοδεσπότες που σου ανοίγουν την πόρτα.
Οι επισκέψεις, δυστυχώς, αραίωσαν και σταμάτησαν πολύ πριν την πανδημία, εξ αιτίας άλλων μασκών και άλλων προσωπείων. Αν και φτιάξαμε μεγάλα σπίτια, χάσαμε τις αισθηματικές μας αξίες. Τα σπίτια μας έμειναν άδεια και ψυχρά. Είναι σα να μας τιμώρησε η ίδια η ζωή για το νεοπλουτισμό μας. Είναι που αρχίσαμε να προσκυνάμε τους ευαγγελιστές του «φαίνεσθαι» και παγιδευτήκαμε σε έναν ξενόφερτο τρόπο ζωής αναζητώντας το πρόσωπό μας όχι στο αληθινό πρόσωπο του άλλου, αλλά στους ραγισμένους καθρέφτες. Είναι που χάσαμε τους τρόπους μας, τις δικές μας ιστορίες, τα δικά μας τραγούδια. Είναι που χάσαμε εκείνον το σεβασμό που προσπάθησα να περιγράψω παραπάνω, και πολλοί επισκέπτες στη μηδενιστική και κυνική εποχή μας δεν δίσταζαν να βομβαρδίζουν με αγενείς συμπεριφορές και αναίσχυντα κουτσομπολιά τα σπίτια που επισκέπτονταν.
Την ευγενική συνήθεια των επισκέψεων την έζησα από μικρό παιδί. Θυμάμαι το μικρό μας πατρικό γεμάτο κόσμο, γέλια, ιστορίες, τραγούδια. Όμως, δεν είναι μόνο ένα προσωπικό, συναισθηματικό θέμα, αλλά ένα βαθιά πολιτικό φαινόμενο. Γιατί, το ότι ζούμε πια σε «χωριστά κελιά», αποδομεί τον κοινωνικό μας ιστό, ακυρώνει τη διαμόρφωση συλλογικοτήτων και μας καθιστά μοιρολάτρες και ηττοπαθείς, δηλαδή χειραγωγήσιμους και υποτακτικούς. Πολιτική δεν είναι μόνο η ξύλινη γλώσσα των κομμάτων, οι κραυγές και τα συνθήματα. Πολιτική είναι και το να κτίζεις γέφυρες και συλλογικότητες, να φτιάχνεις παρέες. Οι παρέες γράφουν ιστορία. Επειδή, λοιπόν, ήθελα πολύ να εισέλθω στα σπίτια των συγχωριανών μου, να γνωριστούμε καλύτερα και να σπάσουμε αυτή την απομόνωση που μας διαλύει ως ανθρώπους και ως κοινωνία, κάθισα κι έγραψα το βιβλίο για το χωριό μας με τις δικές μας ιστορίες για να τις μοιραστούμε, όπως μοιραζόμαστε τις χαρές και τις λύπες που μας φέρνει ο καιρός που μας ορίζει, κάτω από το ίδιο πεντακάθαρο φως της Μικρής μας Πατρίδας.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ