Σε μια ταξική κοινωνία, μέσα στην οποία καθετί παίρνει τη θέση του και λειτουργεί με ταξικά κριτήρια, δεν μπορεί παρά ταξικός να είναι και ο έρωτας. Και σε μια κοινωνία που θέτει στο περιθώριο μεγάλες ομάδες ανθρώπων και τις αποκλείει από δικαιώματα και δραστηριότητες, επόμενο είναι η τάξη που κυβερνά να κρατά για τον εαυτό της το εξαίσιο αυτό προνόμιο και να το απαγορεύει στους άλλους.
Για την τεράστια πλειονότητα των ανθρώπων, αρσενικών και θηλυκών, το ανώτερο αυτό αγαθό υπήρξε απαγορευμένος καρπός. Αλλά και για την τάξη που κυβερνά, το αγαθό αυτό συχνά εκφυλίζεται και καταντά σύμφυτο και ταυτόσημο της σεξουαλικής ηδονής, η οποία εκδηλώνεται με ακραίες και ανώμαλες ιδιαιτερότητες.
Γιατί ο έρωτας είναι προνόμιο των ελεύθερων ανθρώπων. Βασική προϋπόθεση για να νιώσει κανείς τη γλυκύτητα του έρωτα είναι να νιώθει ελεύθερος. Οι δούλοι δεν είχαν τέτοιο δικαίωμα. Ούτε φυσικά τέτοια δυνατότητα. Ιδίως οι αγροτικοί δούλοι ή οι δούλοι των εργαστηρίων, των μεταλλείων και των βαριών γενικώς καθηκόντων.
Και οι γυναίκες, επίσης, δεν είχαν αυτό το δικαίωμα, αφού δεν ήταν ελεύθεροι άνθρωποι. Είναι, επίσης, προνόμιο των χορτάτων. Εκείνων που ζουν χωρίς στερήσεις. Ο άνθρωπος που πεινά, που εργάζεται στα χωράφια, που αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα επιβίωσης και μάχεται για το ψωμί του, είναι πολύ δύσκολο να περάσει απ’ τους δρόμους του έρωτα.
Δεν είναι, λοιπόν, περίεργο που στις αρχαίες ελληνικές κοινωνίες καλλιεργήθηκαν τα παιδικά. Οι έρωτες, δηλαδή, μεταξύ αρσενικών. Γιατί ο έρωτας αναπτύσσεται και εκδηλώνεται μεταξύ ομοίων. Μεταξύ, δηλαδή, ατόμων που ανήκουν στην ίδια κοινωνική τάξη, στο ίδιο κοινωνικό στρώμα, στην ίδια ηλικία, στο ίδιο μορφωτικό επίπεδο, στα ίδια ενδιαφέροντα. Δεν είναι δυνατόν ο άντρας του ισχυρού και ανώτερου φύλου να αγαπά, δηλαδή να σέβεται, να εκτιμά, να ερωτεύεται κλπ., μια γυναίκα που ανήκει στο αδύνατο και κατώτερο φύλο.
Η ανδροκρατική κοινωνία καταδίκασε τη γυναίκα να παραμένει αυστηρά κλεισμένη στο σπίτι και προορισμένη να λειτουργεί ως τεκνοποιός μηχανή και θερμοκοιτίδα, ως σκεύος ηδονής, ως σκοτεινό αντικείμενο του πόθου, ως ένα απλό συμπλήρωμα του άντρα και ως μια υπηρέτρια των ανδρών της οικογένειάς της. Ένα τέτοιο ον δεν είναι ούτε αξιαγάπητο ούτε, φυσικά, ερωτεύσιμο.
Κατά συνέπεια ήταν επόμενο ο έρωτας των ανδρών να στρέφεται προς τους ομοίους τους. Με τη διαφορά πως, τουλάχιστον στην κλασική Ελλάδα του 5ου και 4ου αιώνα, οι ερωτικές σχέσεις μεταξύ των αρσενικών είχαν διαμορφωθεί ως εξής: ο μεγαλύτερος σε ηλικία ήταν ο εραστής και ο μικρότερος ήταν ο ερωμένος. Η σχέση αυτή κρατούσε ώσπου να ενηλικιωθεί ο ερωμένος. Όταν έβγαζε το πρώτο χνούδι στο πρόσωπό του, δεν προσείλκυε τότε τον έρωτα του εραστή του. Τώρα οι ρόλοι άλλαζαν: ο εραστής έψαχνε για άλλον ερωμένο και ο πρώην ερωμένος του γινόταν εραστής, που έψαχνε ερωμένο μεταξύ των αγένειων νεαρών.
Υπήρχε, φυσικά, ο διαχωρισμός του έρωτα από το σεξ. Άλλο ο έρωτας κι άλλο το σεξ. Ο άντρας χόρταινε τη σεξουαλική ηδονή με ποικίλες δραστηριότητες. Με την επίσημη σύζυγό του, για να κάνει παιδιά που θα ήταν γνήσιοι πολίτες. Με την παλλακίδα του, την ανεπίσημη, δηλαδή, φίλη που είχε σπιτωμένη και τη χρησιμοποιούσε για τις σεξουαλικές του ανάγκες. Με τις εταίρες, όπου έβρισκε τη μεγαλύτερη ευχαρίστηση, λόγω της ομορφιάς τους, αλλά και λόγω της περιποίησής τους, καθώς τις ενδιέφερε ιδιαιτέρως να φροντίζουν το σώμα τους, να διατηρούνται νέες και κομψές, να εφευρίσκουν τρόπους για να ελκύουν τους άντρες, να παρέχουν τον οίκο της με διακόσμηση που δεν την απολάμβαναν οι πελάτες τους και φίλοι τους στα δικά τους σπίτια.
Οι εταίρες ήταν τα μοντέλα της εποχής για τους ζωγράφους και τους γλύπτες. Και ήταν οι γυναίκες που είχαν προσωπικότητα και άποψη για τα δημόσια θέματα, για τον απλούστατο λόγο πως μεταξύ των πελατών τους περιλαμβάνονταν άντρες της πολιτικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής ζωής. Κι αυτά τα θεσπέσια πλάσματα δεν τα έφερνες κοντά σου με την ομορφιά σου και με τις ψυχικές αρετές σου. Αλλά με την τσέπη σου… Θυμίζει αυτό κάτι από τη σημερινή εποχή;

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ