Η Γιαννιώτισσα όμηρος του στρατοπέδου Άουσβιτς-Μπιρκενάου, Εσθήρ Κοέν, δεν είναι πια μαζί μας. Μας αποχαιρέτησε την Τρίτη 1 Δεκεμβρίου φεύγοντας για το μεγάλο ταξίδι της, σε ηλικία 96 χρόνων.
Είχα την τύχη να την επισκεφτώ στο σπίτι της την Τρίτη 29 Ιουλίου 2014, όταν έγραφα το βιβλίο «Ισαάκ Μιζάν, αριθμός βραχίονα 182641». Ήταν μια από τις πιο συγκινητικές μέρες της ζωής μου. Άνθρωποι φιλόξενοι η ίδια και ο σύζυγός της Σαμουήλ, μου άνοιξαν την καρδιά τους για τη ζωή τους στα Γιάννενα, αλλά πολύ περισσότερο για την τραγωδία της Εσθήρ στο στρατόπεδο ομήρων Άουσβιτς-Μπιρκενάου.
Ένα μέρος της αφήγησής της περιλαμβάνεται στο βιβλίο, από όπου κρίνω καλό να σταχυολογήσω τα πιο αντιπροσωπευτικά σημεία.
Απ’ τα Γιάννενα στο Άουσβιτς
«Ήμασταν κάπου δυο χιλιάδες Εβραίοι στα Γιάννενα. Κανέναν δεν πειράξαμε τόσους αιώνες εδώ, αλλά για κάποιους αυτό δεν είχε καμιά σημασία, σημασία είχαν οι περιουσίες μας, χρόνια τώρα περίμεναν τη χρυσή ευκαιρία, που τους την προσέφεραν έτοιμη στο πιάτο τους οι ναζί και γίνανε απ’ αυτούς χειρότεροι εκείνοι.
»Κάποιοι μυρίστηκαν τα μαύρα μαντάτα και πρόλαβαν κι ανέβηκαν στα βουνά και σώθηκαν κοντά στους αντάρτες. Μα οι άλλοι, 1725 άντρες, γυναίκες και παιδιά, και βρέφη ακόμη, πήραμε το δρόμο που δεν είχε επιστροφή. Τα χαράματα εκείνα όρμησαν οι Γερμανοί στρατιώτες στα σοκάκια και ούρλιαζαν προειδοποιώντας μας με πυροβολισμούς στον αέρα κι ύστερα χτυπούσαν με τα κοντάκια των όπλων τους μανιακά πόρτες, παράθυρα… σπάζοντας τζάμια και γεμίζοντας θρύψαλα τις αυλές μας.
»Σε μια ώρα βρεθήκαμε στην πλατεία Μαβίλη άλλοι με παντόφλες, άλλοι ξυπόλητοι, άλλοι με πιζάμες, τι να σας πω; Αλλά, αλλά, αλλά… Αλλά μια κουρτίνα δεν τράβηξε κανείς, ένας δε δάκρυσε, κανένας δεν πόνεσε, λυπούμαι που το λέω, αλλά… Κουβαλήσαμε το δράμα μας μόνοι μας… Είχαμε παρακαλέσει πολλούς να μείνουμε για λίγο κάπου εκτός των εβραϊκών συνοικιών, μέχρι να περάσει η μπόρα, αλλά δε μας δέχτηκαν. Έτσι θα είχαμε γλιτώσει.
»Έπιασαν τη νύφη μας οι πόνοι της γέννας. Φτάσαμε νύχτα στο Άουσβιτς. Los, los, raus, raus, ακούγονταν οι άγριες φωνές των οπλισμένων στρατιωτών. Μα η νύφη μας γεννούσε μόνη και σφάδαζε ξαπλωμένη στο βρόμικο δάπεδο. Το μισό έμβρυο έξω και το μισό μέσα. Κι οι στρατιώτες στο έργο τους! Κι εκεί κάποιος έδωσε μια με τη μπότα του και το σκότωσε το έμβρυο πριν βγει ολόκληρο έξω. Κι απ’ ό,τι φαίνεται σκότωσε και τη νύφη μας, γιατί δεν την είδαμε από τότε, ίσως την πήγαν κατευθείαν στους φούρνους.
Η φρίκη του στρατοπέδου
»Μας έβαλαν στη γραμμή και μας έκαναν τατουάζ. Ήμουν το νούμερο 77102. Δεν ήμουν πλέον άνθρωπος, ήμουν ένας αριθμός. Έπειτα μας πήγαν να μας κόψουν τα μαλλιά. Το κούρεμα το είχαν αναλάβει κάποιες κοπέλες από τη Θεσσαλονίκη, κρατούμενες και αυτές. “Σε παρακαλώ”, είπα σε μία, “πού μπορεί να πήγαν τους γονείς μου;” “Θέλεις σίγουρα να μάθεις;”, μου είπε εκείνη και μου έδειξε το απέναντι κτίριο. “Βλέπεις αυτή τη φλόγα; Εκεί καίνε τη μάνα σου και τον πατέρα σου”. Λιποθύμησα.
»Με πήραν μετά και με πήγαν σ’ ένα εργοστάσιο που φτιάχναμε σφαίρες, για να σκοτώνουν μ’ αυτές οι Γερμανοί τον ανυπεράσπιστο κόσμο. Σώθηκα χάρη στην ανθρωπιά μιας Γερμανίδας – Εβραίας γιατρού και κάποιων ομόθρησκων νοσηλευτριών. Ήμουν κι εγώ ξεγραμμένη, άρρωστη στο νοσοκομείο, όταν τα Ες Ες ζήτησαν να πάρουν ολόκληρο το θάλαμό μας για το κρεματόριο. Με πήραν οι καλοί μου αυτοί άγγελοι και με κρύψανε θαρρείς κάτω απ’ τις φτερούγες τους. Και με κράτησαν στη ζωή.
Γυρίσαμε κάποτε εγώ κι η αδερφή μου η Ευτυχία. Απ’ τους εννιά επιστρέψαμε οι δύο. Έρημες και σκελετωμένες. Ελπίζαμε πως θα βρούμε στα Γιάννενα το σπίτι μας άθικτο και την περιουσία μας απείραχτη. Φτάνοντας στην πόλη, πήγα κατευθείαν στο σπίτι μας. Κάνω να μπω μέσα, όταν εμφανίστηκε στο κατώφλι ένας άγνωστος.
«Πού πας;» με ρώτησε. «Στο σπίτι μου», του απάντησα. «Φούρνο είχατε στην κουζίνα σας;» συνέχισε εκείνος. «Φυσικά, εκεί ψήναμε το ψωμί, δεν ξέρω το σπίτι μου;» είπα εγώ. Κι εκείνος συνέχισε: «Ε, αφού δε σ’ έκαψαν οι Γερμανοί, θα σε κάψω εγώ αν τολμήσεις και μπεις μέσα»! Κι έφυγα διωγμένη απ’ το σπίτι μου, όπου δεν ξαναπήγα ποτέ».
Η φρίκη της επιστροφής
Μόλις φύγανε οι Γιαννιώτες Εβραίοι και μείνανε άδεια τα μαγαζιά και τα σπίτια τους, δεν κρατιόνταν με τίποτε οι συμπατριώτες τους χριστιανοί. Δυο μέρες μετά μπούκαραν μέσα και τα κάνανε γης μαδιάμ!
Η κινητή περιουσία των Εβραίων που η αξία της ξεπερνούσε τα δύο εκατομμύρια χρυσές λίρες λεηλατήθηκε. Κι αυτοί που τη λεηλάτησαν ήταν οι επώνυμοι και οι υψηλά ιστάμενοι. Ευυπόληπτοι πολίτες της γιαννιώτικης κοινωνίας διορίστηκαν απ’ τις αρχές κατοχής μέλη των επιτροπών παραλαβής και διαχείρισης των εβραϊκών περιουσιών κι άρπαξαν μ’ ένα απλό σημείωμα της διοίκησης τα μαγαζιά και τα σπίτια των εκτοπισμένων Εβραίων. Κι ορθώνανε ύστερα χίλια εμπόδια βάζοντας μπροστά το τέρας της γραφειοκρατίας για να κλείσουν το δρόμο σ’ αυτούς που επιστρέψανε και ζητούσαν να πάρουν πίσω τα σπίτια τους, τα μαγαζιά των γονέων τους κι ό,τι απέμεινε απ’ τις περιουσίες τους.
Απ’ τους 1725 που έφυγαν για το Άουσβιτς επέζησαν μόνο οι 163. Επιστρέφοντας βρήκαν τα σπίτια τους κατειλημμένα και τις περιουσίες τους διαρπαγμένες. Απ’ το αίμα και τη στάχτη των εκτοπισμένων Εβραίων, κάποιοι άλλοι, Γερμανοί κι Έλληνες, κολυμπούσανε στο χρυσάφι.
»Οι τοπικές αρχές έδειξαν το βάρβαρο πρόσωπό τους. Στα δικά μας σπίτια εγκατέστησαν διάφορους απ’ τα ορεινά χωριά της Ηπείρου που είχαν καταφύγει στην πόλη για να γλιτώσουν απ’ τις συγκρούσεις του ΕΑΜ με τον ΕΔΕΣ. Δε μας πήραν μόνο το σπίτι. Μας πήραν και τις περιουσίες. Είχε σκάψει ένα λάκκο στο σπίτι ο πατέρας μας κι έκρυψε εκεί κάτι λίρες που είχε. Δε βρήκαμε τίποτε. Το κρασοπωλείο του πατέρα μας το οικειοποιήθηκε μια χριστιανή συγγενής μας παρουσιάζοντας ψεύτικα χαρτιά, όπου εμφανίζεται πλαστή η υπογραφή της μητέρας μας.
Οι ραπτομηχανές
«Τις καταθέσεις της οικογένειάς μου, μας ενημέρωσαν απ’ την τράπεζα, τις είχαν πάρει οι Γερμανοί. Ακόμη και δύο ραπτομηχανές Singer που είχαμε σπίτι μας, τις έχουμε κι εκείνες χαμένες. Μάθαμε πως βρίσκονται στη μητρόπολη.
Απευθύνθηκα στο μητροπολίτη κι εκείνος με παρέπεμψε στη νομαρχία. Πήγα εκεί. Δεν ξέρουμε τι απέγιναν, μου απάντησαν. Για να τις βρουν, μου ’παν, πρέπει να τους δώσω τους αριθμούς τους. Πού να τους ξέρω εγώ; Σήκωσα το μανίκι μου και τους έδειξα τον αριθμό του Άουσβιτς. “Αυτόν μόνο θυμάμαι”, τους είπα και έφυγα».