Κι όταν σου πουν να με πυροβολήσεις/ χτύπα με αλλού/ μη σημαδέψεις την καρδιά μου./ Κάπου βαθιά της ζει το παιδικό σου πρόσωπο./ Δεν θα’ θελα να το λαβώσεις. Τάσος Λειβαδίτης
Δεν ξέρω αλλά, όταν βλέπω Έλληνες αστυνομικούς να χτυπούν με τα ρόπαλα, να γρονθοκοπούν, να κλοτσούν, να βρίζουν πολίτες και να τους περνούν χειροπέδες, για να τους προσαγάγουν εν συνεχεία στα αστυνομικά τμήματα για τα περαιτέρω, με πιάνει μια μελαγχολία. Γιατί, συν τοις άλλοις, οι άγριες αυτές εικόνες, πέραν της βαρβαρότητας που σκορπούν γύρω μου, μου φέρνουν στο νου τη «βία χωρίς όρια» που ασκούσαν οι πάνοπλοι στρατιώτες της Βέρμαχτ εναντίον άοπλων, ανυπεράσπιστων και ανυποψίαστων ανδρών, γυναικών, γέρων και παιδιών στη διάρκεια της Κατοχής και της Αντίστασης.
Πολλές φορές τέθηκε, με όλη τη φυσική αφέλεια, το ερώτημα πώς μπορούσαν οι στρατιώτες εκείνοι να φέρονται με τόση βαναυσότητα και απανθρωπιά σε ανθρώπους από τους οποίους δε διέτρεχε κανέναν κίνδυνο ούτε η δική τους σωματική ακεραιότητα ούτε, φυσικά, η πατρίδα τους, για την οποία υποτίθεται πως έκαναν όλα αυτά τα ανομολόγητα. Και δεν ήταν λίγοι εκείνοι που κατέληγαν στην εικασία πως τους εξαγριωμένους αυτούς στρατιώτες τους πότιζαν ναρκωτικά, αλλιώς δεν μπορούσε να εξηγηθεί τόση θηριωδία. Εξηγείται, ωστόσο, απ’ το γεγονός ότι τους πότιζε το κράτος τους με το δηλητήριο της ασυδοσίας και του μίσους εναντίον του ανυπεράσπιστου, πάνω στην πλάτη του οποίου φορτώνονταν όλα τα κακά της μοίρας τους.
Υπάρχουν πολλών ειδών κράτη. Μα στεκόμαστε συνήθως σε δύο: στο κράτος εκείνο που σέβεται και προστατεύει τους πολίτες, για τους οποίους εργάζεται χωρίς διακρίσεις• και στο κράτος εκείνο που μισεί τους πολίτες, ιδίως αυτούς που δε συμφωνούν με τις αρχές και τους νόμους του, και επιχειρεί με τη βία να τους τρομοκρατεί για να τους συμμορφώσει. Χύθηκε ως τώρα πολύ αίμα και δάκρυ, για να μπορέσουν οι άνθρωποι να κατακτήσουν το κράτος εκείνο που σέβεται τη ζωή τους και προστατεύει το δικαίωμά τους να διαφωνούν μαζί του, ακόμη και να θέλουν να το ανατρέψουν.
Αυτό που ζούμε τελευταία με την έξαρση της αστυνομικής βίας και την αίσθηση των ιθυνόντων πως πράττουν καλώς, μας έχει προ πολλού ξεπεράσει. Έρχεται από αλλού, παραπέμπει σε μαύρες εποχές, ανασύρει εφιάλτες. Μπορεί οι λεγόμενοι φιλήσυχοι άνθρωποι να κοιμούνται ήρεμοι: αυτούς δεν πρόκειται να τους πειράξει κανένα κακό κράτος! Μα όταν η βία γίνεται καθεστώς, έρχεται η στιγμή που αδυνατεί να διακρίνει ποιος ο φιλήσυχος και ποιος ο ανήσυχος. Και η ράβδος της πέφτει τελικά εναντίον όλων.
Πάει κάποιος καιρός που ενοχλεί αυτό το απαίσιο καθήκον της άσκησης βίας. Έχουμε χίλιους και δύο λόγους να τρέφουμε μιαν ιδιαίτερη αγάπη για τους αστυνομικούς. Και θα θέλαμε να ασκούν με αξιοπρέπεια την εργασία τους. Χωρίς τα ακραία συνθήματα που εκτοξεύονται εναντίον τους. Γιατί κάτω απ’ τη στολή τους και τα εργαλεία που κρέμονται πάνω της διακρίνουμε πάντα τον άνθρωπο: τον αδελφό, τον οικογενειάρχη, τον φίλο. Στενά συγγενικά μας πρόσωπα, μαθητές μας, γείτονες, συγχωριανοί μας υπηρέτησαν και υπηρετούν στο σώμα κάτω από σκληρές και αντίξοες συνθήκες. Με τον κίνδυνο προ των πυλών.
Ακριβώς γι’ αυτό το κράτος οφείλει να φροντίσει αυτόν τον κλάδο και να μειώνει στο μεγαλύτερο δυνατό τον κίνδυνο που τον απειλεί. Θα είχε ιδιαίτερη αξία να κατανοήσουν βαθιά οι πολιτικοί τους προϊστάμενοι, που χτίζουν το δικό τους εγώ πάνω στις πλάτες και πάνω στην ίδια τη ζωή των παιδιών αυτών, πως οι ένστολοι εργαζόμενοι δεν είναι δήμιοι ενός άλλου καιρού. Δε γίνεται νέα παιδιά να περιφέρονται αγριεμένα και αφιονισμένα ανάμεσα σε άλλα συνομήλικά τους και να επιχειρούν να αποκόψουν και ξεμοναχιάσουν κάποιο απ’ αυτά, για να το ξυλοφορτώσουν και να το σύρουν στην άσφαλτο σαν σφαχτό, προκειμένου οι αρχηγοί τους να δρέψουν δάφνες εγγράφοντας επιτυχίες στο ξεκάρφωτο και διάτρητο σχέδιό τους.
Η εκταφή του παλιού χωροφύλακα – φόβητρου προσβάλλει. Και αποκαλύπτει την αβάσταχτη ελαφρότητα της εξουσίας. Ο νέος τύπος του αστυνομικού είναι αυτός που βρίσκεται δίπλα στον πολίτη κι όχι απέναντί του. Αυτός που είναι φίλος με τον πολίτη κι όχι εχθρός του. Αυτός που, τελειώνοντας τη δουλειά του, πηγαίνει στο σπίτι του γελαστός και μπορεί ν’ αγκαλιάσει τη μάνα του, τη γυναίκα του, τα παιδιά του με την ψυχή του ακέρια κι όχι κομματιασμένη. Τόσο δύσκολο είναι, λοιπόν, να το καταλάβουν αυτό οι ηγέτες; Δε νιώθουν καμιά ντροπή όταν βλέπουν αυτά τα παιδιά να χτυπιούνται και να χτυπούν στο χαμό για ένα κομμάτι ψωμί; Εγώ ντρέπομαι. Αυτοί όχι;