Μια ιστορική επέτειος που δεν κατάφερε να γίνει αποδεκτή και να τιμάται χωρίς ενστάσεις και αμφιθυμίες από την κοινωνία. Η επέτειος του Πολυτεχνείου δημιουργεί συνειρμούς και αμφιταλαντεύσεις.
Στην σκληρή εποχή της γενικευμένης οικονομικής, κοινωνικής, πολιτιστικής και πολιτικής κατάρρευσης και απαξίωσης του θεσμικού οικοδομήματος, η κοινωνία αναζητεί ταυτότητα. Ο καταπιεσμένος και προδομένος πολίτης «ψάχνει με το κερί» τα πρόσωπα εκείνα που με την προσπάθεια, το ήθος, και τις δημοκρατικές ευαισθησίες ανταποκρίνονται στον ρόλο τους και τιμούν τα δημόσια αξιώματα, τα οποία έχουν ταχθεί να υπηρετήσουν.
Όλοι σήμερα συμφωνούν ότι είναι τεράστιες οι ευθύνες των προσώπων που με όλα όσα έπραξαν ή δεν έπραξαν κρίθηκαν επιλήσμονες και είναι πλέον αρνητικά πρότυπα για την νεολαία. Μια νεολαία που βρίσκει πλέον όλες τις πόρτες κλειστές και μεταναστεύει, και που όσοι μένουν πίσω πασχίζουν για ενεργό συμμετοχή στο χτίσιμο μιας κοινωνίας ηθών, αρχών, αξιών και ευημερίας. Μπορεί ο εξωτερικός εχθρός να έχει εκλείψει ή να έχει ελαχιστοποιηθεί η απειλή, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να εφησυχάζουμε. Η ιστορία διδάσκει ότι κρίσιμες μάχες χάθηκαν διότι υπήρξαν οι προδότες και ότι η χώρα οπισθοδρόμησε γιατί υπήρξαν οι Εφιάλτες της δημοκρατίας.
Αναπολούμε σήμερα τα γεγονότα μιας κρίσιμης για την δημοκρατία μας εποχής και αναπόφευκτα διαπιστώνει κανείς την αντίφαση. Από την μια όχθη τα «αρρωστημένα μυαλά» με την απειλή των όπλων, την στρατιωτική επιβολή και το πρόσχημα αποκατάστασης της δημοκρατικής ομαλότητας, κατέλαβαν την εξουσία και για μια επταετία έβαλαν την χώρα στον γύψο. Αδρανοποίησαν κάθε μορφής συλλογική δράση και με διώξεις, φυλακίσεις και βασανιστήρια δημοκρατικών πολιτών, κατέλυσαν την δημοκρατική νομιμότητα.
Μια χώρα πρότυπο για τους δημοκρατικούς θεσμούς και που σε μια μακραίωνη ιστορική διαδρομή ήταν το λίκνο της δημοκρατίας για την παγκόσμια κοινότητα, βρέθηκε ξαφνικά στο «μάτι του κυκλώνα» και διασύρθηκε διεθνώς. Και μια χούφτα φοιτητές από την άλλη όχθη που εκφράζοντας και την απέχθεια σύσσωμης της Ελληνικής κοινωνίας για την υποβάθμιση και την υποτίμηση της νοημοσύνης του λαού, δεν δίστασαν να αντιπαρατεθούν και αψηφώντας κάθε κίνδυνο ανέλαβαν πρωτοβουλίες να συγκρουστούν ανοιχτά με τους δικτάτορες. Ήταν μια μικρή μερίδα νεολαίας της εποχής που δεν ήταν εφησυχασμένη, βολεμένη και αδιάφορη και αποφάσισε να «βγεί από το καβούκι της».
Άοπλοι αλλά φορτισμένοι με τιτάνιες ψυχικές δυνάμεις πήραν θέση απέναντι στα ερπυστριοφόρα τάνκς, τα πάνοπλα και πανίσχυρα σώματα ασφαλείας της εποχής κερδίζοντας μια ανεκτίμητης αξίας ηθική νίκη. Ήταν τελικά η περιβόητη γενιά του Πολυτεχνείου, η γενιά της ανατροπής, της αλλαγής αλλά και της αμφισβήτησης. Και από την άλλη οι επαναστατημένοι νέοι της εποχής που ήταν κι αυτοί που τους έλαχε την επόμενη μέρα να αναλάβουν το πηδάλιο για να κυβερνήσουν την χώρα.
Απολογιστικά και με το τέλος της μεταπολιτευτικής εποχής οι λιγότεροι είχαν ηθικές αντιστάσεις και αντοχές, βάζοντας ένα λιθαράκι στο οικοδόμημα της δημοκρατίας.
Οι περισσότεροι δελεάστηκαν από τις σειρήνες της εξουσίας, άλλοι κουράστηκαν, κάποιοι κορέστηκαν, μερικοί αστικοποιήθηκαν, κάποιοι άλλοι συντηρητικοποιήθηκαν και δεν ήταν λίγοι αυτοί που έκαναν χρήση και κατάχρηση της εξουσίας προκαλώντας την κοινωνία. Μετά το Πολυτεχνείο διάγουμε ως χώρα την πλέον ομαλή και ειρηνική κοινοβουλευτική περίοδο της νεώτερης Ελληνικής ιστορίας. Το ζητούμενο, όμως, για την Ελληνική κοινωνία είναι το βάθεμα και το πλάτεμα της δημοκρατίας και εδώ η γενιά του Πολυτεχνείου απέτυχε παταγωδώς. Δεν κατάφερε να συγκρουσθεί με το συντηρητικό κατεστημένο της χώρας και ο δρόμος της αλλαγής έγινε ανηφορικός και δύσβατος. Ουδέποτε κατάφεραν ως γενιά να πείσουν τις εκάστοτε κυβερνήσεις για την αναγκαιότητα για το 5% του ΑΕΠ για την παιδεία που ήταν ένα από τα κεντρικά αιτήματα της εξέγερσης. Ούτε ποτέ είχε συνέχεια η πολιτική για την ενίσχυση του δημόσιου χαρακτήρα της υγείας, την επέκταση και συνεχή αναβάθμιση του Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ).
Παρά τις πολύχρονες και με πολλούς τρόπους διεκδικήσεις πολυάριθμων κοινωνικών ομάδων για την θεσμοθέτηση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος ως ένα ελάχιστο μέτρο καταπολέμησης της φτώχιας και για μια δικαιότερη αναδιανομή του παραγόμενου πλούτου, ο χορός της ανισότητας καλά κρατεί. Κυρίως, όμως, δεν προσπάθησαν, δεν δούλεψαν σκληρά και υπεύθυνα, αφήνοντας ένα κράτος να αυτοδιοικείται με μπακαλίστικο τρόπο. Γοητεύτηκαν και τυφλώθηκαν από τα φώτα της εξουσίας και εθίστηκαν στις λογικές πελατειακής αντίληψης, του ρουσφετιού και της διευθέτησης υποθέσεων. Μοίραζαν αφειδώς και απερίσκεπτα το δημόσιο χρήμα, στοχεύοντας στη εκλογική ομηρεία του πολίτη και καταχρέωσαν τη χώρα.
Για τους πολίτες μιας χώρας που γέννησε την δημοκρατία οι θεμελιώδεις αρχές για ισονομία, ισοτιμία, ισηγορία και ισοπολιτεία παραμένουν όνειρο απατηλό.
* Ο Δημήτρης Χαμπίπης είναι οικονομολόγος