Ο Δάφνης κι η Χλόη έμπαιναν στην καυτή περιοχή του έρωτα. Κι ήρθε κάποτε ο καιρός των φιλιών. Που άναψε πυρκαγιά στην ψυχή τους κι αναστάτωσε τη ζωή τους. Από καιρό επιθυμούσε η Χλόη να φιλήσει τον Δάφνη. Κι ήτανε το φιλί της φυσικό κι άτεχνο.
Με το πρώτο φιλί ξύπνησε ο έρωτας χωρίς να ξέρουν τι σόι πράμα είναι αυτός. Και θαύμασε ο Δάφνης για πρώτη φορά τα ξανθά της μαλλιά και τα μάτια της και το πρόσωπό της, που ήταν πιο άσπρο κι από το γάλα των γιδιών, σαν να απόκτησε πρώτη φορά τότε μάτια κι όλο τον άλλο καιρό πριν ήταν στραβός. Μήτε φαΐ έτρωγε πια μήτε πιοτό, έπινε μόνο όσο για να βρέξει το στόμα του. Ήτανε σιγανός αυτός που μιλούσε πριν περισσότερο κι από τα τζιτζίκια, αργός αυτός που κινιόταν περισσότερο κι απ’ τα γίδια. Παραμελήθηκε και το κοπάδι. Πετάχτηκε και το σουραύλι. Το πρόσωπό του γινότανε πιο κίτρινο κι από το χορτάρι του καλοκαιριού. Μονάχα στη Χλόη μιλούσε. Κι αν καμιά φορά βρισκότανε χώρια της, τέτοια έλεγε μόνος του.
«Τι, λοιπόν, μου ’καμε της Χλόης το φιλί; Τα χείλη της είναι πιο τρυφερά κι από τα τριαντάφυλλα και το στόμα της πιο γλυκό κι απ’ τις κερήθρες, μα το φιλί της πιο φαρμακερό κι απ’ το κεντρί της μέλισσας. Πολλές φορές φίλησα κατσικάκια. Πολλές φορές φίλησα σκυλάκια νιογέννητα. Μα το φιλί τούτο είναι αλλιώτικο. Πιάνεται η αναπνοή μου, χτυπάει η καρδιά μου, λιώνει η ψυχή μου. Κι όμως θέλω να την ξαναφιλήσω. Ω νίκη κακή! Ω αρρώστια παράξενη, που μήτε τ’ όνομά της δεν ξέρω να ειπώ».
Κι όταν ερχόταν το μεσημέρι, τα μάτια τους λιγώνονταν πια, επειδή εκείνη βλέποντας γυμνό τον Δάφνη ένιωθε ολανθισμένη την ομορφιά του κι έλιωνε. Κι ο Δάφνης, όταν την έβλεπε με το ελαφοτόμαρο και με το πεύκινο στεφάνι να του δίνει το καρδάρι, θαρρούσε πως βλέπει καμιά από τις Νύμφες που ήτανε στη σπηλιά. Και τότε αρπάζοντας το πεύκο από το κεφάλι της φορούσε το στεφάνι κι αυτός, αφού πρώτα το φιλούσε. Μα κι εκείνη έβαζε το φόρεμα του Δάφνη όταν λουζόταν κι έμενε γυμνός, αφού πρώτα το φιλούσε κι αυτή. Και κάποτε πετούσαν ο ένας στον άλλο μήλα και κτένιζαν ο ένας του αλλουνού το κεφάλι, κάνοντας χωρίστρα τα μαλλιά τους.
Κι ένα μεσημέρι που έπαιζε το σουραύλι του ο Δάφνης και τα κοπάδια τους στάλιζαν, η Χλόη αποκοιμήθηκε χωρίς να το νιώσει. Την είδε ο Δάφνης κι αφήνοντας καταγής το σουραύλι την κοίταζε αχόρταγα από πάνω ως κάτω, επειδή δεν ντρεπόταν καθόλου τότε, και συνάμα σιγομιλούσε μονάχος του: «Πώς κοιμούνται τα μάτια της, πώς μοσκοβολάει το στόμα της. Μήτε τα μήλα έτσι, μήτε τα θυμάρια. Μα φοβάμαι να τη φιλήσω. Δαγκώνει την καρδιά το φιλί και καθώς το νιο μέλι με κάνει να τρελαίνομαι και φοβάμαι μήπως την ξυπνήσω, άμα τη φιλήσω».
Μια δύναμη αλλιώτικη κυβέρναγε την ψυχή τους. Λούζει η Χλόη τον Δάφνη, αφού τον έμπασε στη σπηλιά. Κι αυτή τότε πρώτη φορά έλουσε εμπρός στον Δάφνη το κορμί της, το λευκό που άστραφτε από ομορφιά και δεν είχε ανάγκη από λουτρό για να ομορφύνει. Αυτό ήταν! Ο Δάφνης έχασε τη χαρά του απ’ τη στιγμή που είδε γυμνή τη Χλόη και αντίκρισε όλη την κρυμμένη ως τότε ομορφιά της. Πονούσε η καρδιά του, σαν να την έτρωγαν φαρμάκια. Κι η αναπνοή του ακόμη πότε έβγαινε γρήγορη, σαν να τον κυνηγούσε κανένας κι έτρεχε, και πότε του έλειπε ολότελα, σαν να του είχε φύγει όλη στις πρωτυτερινές τρεχάλες. Θαρρούσε πως το λουτρό ήταν πιο φοβερό απ’ τη θάλασσα.
Θεός είναι ο έρωτας, νέος κι όμορφος και φτερωτός. Και για τούτο του αρέσουν τα νιάτα κι αναζητάει την ομορφιά κι ενθουσιάζει τις ψυχές. Κι έχει τόση δύναμη, όση μήτε ο Δίας. Ορίζει τα στοιχεία, ορίζει και τ’ άστρα, ορίζει κι αυτούς τους θεούς. Δεν υπάρχει κανένα γιατρικό του έρωτα που να πίνεται, που να τρώγεται, που να λέγεται με ξόρκια, παρά μονάχα το φιλί και τ’ αγκάλιασμα και το πλάγιασμα με γυμνά τα κορμιά.
(Λόγγου, Δάφνις και Χλόη)