Τα πρόσφατα γεγονότα στη Γαλλία, με τον τραγικό θάνατο του εκπαιδευτικού Σαμουέλ Πατύ, τις επόμενες επιθέσεις σε αθώους πολίτες και την επίθεση μίσους κατά της Γαλλίας σε διάφορες χώρες του μουσουλμανικού τόξου, μας γυρίζουν πολλά χρόνια πίσω (για να μην πω αιώνες), όταν ο μουσουλμανισμός και ο χριστιανισμός συγκρούονταν τόσο στην καρδιά της Ευρώπης το 17ο αιώνα, όσο και στη Μέση Ανατολή στις αρχές του 20ου.
Έκτοτε φαινόταν ότι υπήρχε μια ανεκτικότητα μεταξύ των δύο πολιτισμών (διότι, ας μη γελιόμαστε, δεν είναι μόνο δύο διαφορετικές θρησκείες που αντιπαρατίθενται εδώ, αλλά δύο διαφορετικοί τρόποι ζωής, δύο διαμετρικά αντίθετοι πολιτισμικοί άξονες που διαμορφώνονται από τις αξίες και τις αξιακές παραδοχές του χριστιανισμού ο ένας και του ισλάμ ο άλλος), μέχρι τις τρομοκρατικές επιθέσεις στις ΗΠΑ, την εισβολή στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, τον πόλεμο του Κόλπου κ.ο.κ.
Η ανεκτικότητα αυτή εν πολλοίς οφειλόταν στο γεγονός ότι ο μουσουλμανισμός είχε εγκατασταθεί σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες μέσω του μεταναστευτικού ρεύματος που διογκώθηκε από τα μέσα και προς τα τέλη του 20ου αιώνα, σε σημείο που, πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες να αποκτήσουν και γειτονιές με χαρακτηριστικά που κατεξοχήν θα περίμενε κανείς να συναντήσει σε πόλη της Μέσης Ανατολής. Η πολιτισμική παράδοση των ευρωπαίων, σε συνδυασμό με τις ανάγκες της οικονομίας εκείνη την εποχή, τη δυνατότητα που έδιναν οι νεοφερμένοι για φτηνό εργατικό δυναμικό σε μεγάλους αριθμούς, τις ανάγκες που δημιουργούσε η διαρκώς επεκτεινόμενη παγκοσμιοποίηση, καθιστούσε αυτή τη συνύπαρξη σχετικά ήρεμη και σε ανεκτά επίπεδα.
Το πρόβλημα ήταν πως η αφομοίωση των μεταναστών δεν ήταν πάντοτε εύκολη υπόθεση τόσο λόγω της διαφορετικής κουλτούρας και θρησκείας, όσο και λόγω των διαφορετικών χαρακτηριστικών του τρόπου ζωής μιας εκάστης κουλτούρας, πολύ περισσότερο που οι νεοφερμένοι δεν ήταν πάντοτε έτοιμοι να αποδεχτούν και να υιοθετήσουν πλήρως τον τρόπο ζωής των δυτικών.
Το πρόβλημα, κατά τη γνώμη μου, εντάθηκε όταν το βιοτικό επίπεδο όσων ζουν στις δυτικές κοινωνίες γνώρισε αλματώδη άνοδο στα τέλη του 20ου αιώνα και τις αρχές του 21ου, σε αντίθεση με το αντίστοιχο των περισσότερων μουσουλμανικών χωρών της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής, χωρίς να παραγνωρίζουμε ότι υπάρχουν και περιοχές όπως η Σαουδική Αραβία ή τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, όπου το βιοτικό επίπεδο είναι ακόμα και υψηλότερο απ’ ό,τι στη Δύση.
Η συνεχής φτωχοποίηση των υπανάπτυκτων χωρών έδωσε πεδίο εξάπλωσης σε φανατικές αντιλήψεις και απόψεις, ενώ, ταυτόχρονα διόγκωσε το μεταναστευτικό ρεύμα προς την Ευρώπη, κάτι που, απ’ ό,τι φαίνεται, οι ευρωπαϊκές χώρες δεν ήταν έτοιμες να αντιμετωπίσουν, παρόλο που σοφοί, όπως ο Ουμπέρτο Έκο, το είχαν προβλέψει ήδη από τη δεκαετία του 1990 (π.χ. άρθρο του Ουμπέρο Έκο με τίτλο «Όταν η Ευρώπη θα γίνει Αφρο-ευρώπη»).
Φτάσαμε, έτσι, στο σημείο να αντιμετωπίζονται οι μετανάστες (νόμιμοι ή παράνομοι), οι πρόσφυγες και άλλοι αναξιοπαθούντες ως άτομα κατώτερης κατηγορίας τα οποία δεν λαμβάνουν όσα πρέπει χάρη στα ανθρώπινα δικαιώματα που απολαμβάνουν ως άνθρωποι, σύμφωνα με τον αξιακό κώδικα τη ς Δύσης, αλλά δέχονται απλώς μια ελεημοσύνη και αντιμετωπίζονται ως πρόβλημα από τους «ανώτερους» Ευρωπαίους.
Αυτή η λογική αντιμετώπισης, όμως, (η οποία φαίνεται εντονότερα στις αντιδράσεις χωρών όπως η Ουγγαρία ή η Αυστρία στο μεταναστευτικό), αφαιρεί από το δυτικό πολιτισμό το μεγάλο του ηθικό πλεονέκτημα έναντι όλων των άλλων πολιτισμών.
Τον ανθρωπισμό, δηλαδή, ο οποίος βασίζεται στη χριστιανική διδασκαλία για την αγάπη προς το συνάνθρωπο και την ανεκτικότητα. Όταν αυτό χάνεται, ο άνθρωπος παύει να είναι συνάνθρωπος (όπως έγραψε ο καθηγητής Μάριος Μπέγζος) και καταντάει απάνθρωπος, με όλα τα παρεπόμενα που αυτό επισύρει (βία, αγριότητα, αδιαφορία για το συνάνθρωπο κ.λπ.).
Η επέλαση της πανδημίας του κορωνοϊού επέδρασε ακόμα περισσότερο αρνητικά στην ψυχολογία των ανθρώπων, αφού μας κατέστησε επιφυλακτικούς απέναντι στο συνάνθρωπο (οποιοσδήποτε μπορεί να στοχοποιηθεί ως δυνητικός φορέας, διαμόρφωσε συνθήκες αποστασιοποίησης και καλλιέργησε κλίμα φόβου και ανασφάλειας, κυρίως στις πιο αδύναμες και ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Αν λάβουμε υπόψη ότι όλα αυτά συνδυάζονται με ένα ευρύτερο κλίμα δυσπιστίας μεταξύ των κρατών λόγω της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και της άρνησης των ισχυρότερων να αποδεχτούν μια κάποια αναδιανομή πλούτου, καταλαβαίνουμε γιατί φτάσαμε στο σημείο να αναζωπυρωθεί η προαιώνια αντίθεση μεταξύ των δύο κόσμων.
Στο σημείο αυτό ελλοχεύει ένας ακόμα κίνδυνος. Πρόκειται για την πιθανότητα οι χριστιανικές χώρες να παρασυρθούν από τη διαμάχη αυτή και να αποδεχτούν μια συμπεριφορά που δε συνάδει με τις αξίες του ανθρωπισμού που χαρακτηρίζουν τον ευρωπαϊκό πολιτισμό.
Η λογική του μίσους και της βίας δε μπορεί και δεν πρέπει να υπερισχύσει της ανθρωπιάς και της αγάπης προς το συνάνθρωπο, όσο κι αν φαίνεται ότι αυτό σταδιακά και βαθμιαία συμβαίνει και εδραιώνεται όλο και περισσότερο στις δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες.
Όπως γράφει ο Μάριος Μπέγζος, «για να υπερβεί ο ανθρωπισμός την κρίση του απαιτείται να προβεί σε μια μόνο σωτήρια πρωτοβουλία: να αποποιηθεί τον ατομικισμό. (…) Είναι επιτακτική ανάγκη των καιρών μας να περάσουμε από την εξατομίκευση του ανθρώπου στον εξανθρωπισμό του ατόμου. (…)Ο ανθρωπισμός χρειάζεται να κοινωνικοποιηθεί, δηλαδή ο άνθρωπος να αντιληφθεί την ύπαρξή του ως συνύπαρξη κι όχι σαν δήθεν αυθύπαρκτη μονάδα αποκομμένη από το περιβάλλον της, όπως δυστυχώς συμβαίνει με το άτομο». Το «αγαπάτε αλλήλους» είναι πλέον πιο καίριο από ποτέ.