Η 28η Οκτωβρίου συγκεντρώνει πολλά από τα χαρακτηριστικά του ελληνικού λαού. Διαθέτει στοιχεία δόξας τέτοια που λίγοι λαοί στην ιστορία μπορούν να επιδείξουν, δεδομένου ότι ένα λαός μικρός σε αριθμητικά μεγέθη, αλλά με μεγάλη καρδιά τολμάει και τα βάζει με μια υπερδύναμη της εποχής.
Παρόλο που αποτελεί την έναρξη μιας ένδοξης πορείας που προϊδεάζει μια λαμπρή τελική νίκη, οδηγεί σε αναπόφευκτη και απότομη διακοπή αυτής της πορείας και σε τελική υποχώρηση και Κατοχή.
Ενώ αποτελεί ένα λαμπρό παράδειγμα ενότητας και ομοψυχίας του ελληνικού λαού, κρύβει κάτω από αυτή τη λαμπερή βιτρίνα, όλα τα στοιχεία που μας κατατρύχουν ως έθνος ανά τους αιώνες. Την ελλιπή κρατική οργάνωση, την προχειρότητα και τη βιασύνη στις ενέργειες, το φιλότιμο και την ατομική πρωτοβουλία στη δράση.
Αξίζει να θυμηθούμε με λίγα λόγια τα γεγονότα της εποχής εκείνης που οδήγησαν στην αλησμόνητη αυτή μέρα. Είναι η περίοδος κατά την οποία, υπό το κράτος μιας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, ο φασισμός έχει κυριεύσει την Ευρώπη.
Η ναζιστική Γερμανία έχει εξαπολύσει την επίθεση στην Πολωνία, που έμελλε να αρχίσει τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και η φασιστική Ιταλία επιχειρεί να εδραιώσει την κυριαρχία της στην Ανατολική Μεσόγειο, μετά την κατάληψη των Δωδεκανήσων το 1912. Ο Μουσολίνι θεωρεί ότι η Ελλάδα θα είναι εύκολος αντίπαλος. Διασπασμένη από τον πολυετή Εθνικό Διχασμό, με κυβέρνηση υπό τον δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά, φιλικά προσκείμενη στη φασιστική ιδεολογία και με ελλιπή πολεμική προετοιμασία, η Ελλάδα μοιάζει καταδικασμένη.
Το τελεσίγραφο των Ιταλών τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940, μοιάζει να είναι η χαριστική βολή και ο Ντούτσε ονειρεύεται μέσα σε μία εβδομάδα να πίνει τον καφέ του στην Αθήνα. Όμως τα πράγματα δεν ακολούθησαν το δρόμο που όριζε η ψυχρή λογική. Ο Μεταξάς, προς μεγάλη έκπληξη των Ιταλών, λέει το γνωστό «ΟΧΙ» που τον εξιλέωσε στα μάτια της Ιστορίας και ο ελληνικός λαός, μπροστά στον εχθρικό κίνδυνο, παραμέριζε όσα τον χώριζαν και με μια ψυχή, ομόθυμα, προέβαλε σθεναρή αντίσταση στον πολυαριθμότερο ιταλικό στρατό.
Αναρωτιούνται οι ευρωπαίοι «φίλοι» μας γιατί εμείς οι έλληνες επιλέξαμε να γιορτάζουμε την έναρξη ενός πολέμου και όχι τη λήξη του, όπως συμβαίνει σε όλη την υπόλοιπη Ευρώπη, αλλά και σε άλλα μέρη του κόσμου. Δεν κατανοούν όμως ότι με τον τρόπο αυτό δεν τιμάμε αυτό καθαυτό το γεγονός της έναρξης μιας πολεμικής αναμέτρησης, αλλά την απόφαση ενός ολόκληρου λαού να μην υποταχθεί, να μη σκύψει το κεφάλι μπροστά στο φόβητρο του αντιπάλου, αλλά να αντισταθεί και να διαφυλάξει και την εθνική του ακεραιότητα αλλά και την εθνική του αξιοπρέπεια.
Αν σταθεί κανείς να παρατηρήσει τις φωτογραφίες που έχουν τραβηχτεί στους σταθμούς των τρένων, όταν οι άνδρες μας έφευγαν για το μέτωπο, θα παρατηρήσει ότι στα πρόσωπά τους εμφανίζεται μια λάμψη αισιοδοξίας, ένα χαρούμενο βλέμμα, μια δόση θετικής προσμονής και στάσης απέναντι στο μέλλον. Θα φάνταζε παράδοξο, αν όχι οξύμωρο κάτι τέτοιο σε οποιονδήποτε ψυχρό παρατηρητή. Μπορεί, μάλιστα, να νόμιζε ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν είχαν ιδέα τι τους περίμενε, ότι νόμιζαν όλοι τους πως ο πόλεμος είναι μια γιορτή και τίποτε άλλο, όπου πηγαίνουν οι άντρες απλώς για να περάσουν την ώρα τους, κι όχι μια αδηφάγος «μηχανή» θανάτου και καταστροφής που παρασέρνει τα πάντα στο πέρασμά της, υλικά αγαθά, αξίες, συναισθήματα, ανθρώπινες σχέσεις και τόσα άλλα.
Μπορεί αλήθεια να ισχύει κάτι τέτοιο και μάλιστα για ανθρώπους που λίγα μόλις χρόνια πριν είχαν περάσει από τη λαίλαπα του μικρασιατικού πολέμου και της συνακόλουθης καταστροφής; Δεν είναι δυνατόν να ισχυριστεί κανείς κάτι τέτοιο, και οι πιο πολλοί από τους στρατιώτες και τους συγγενείς τους ήξεραν ότι από εκεί όπου πήγαιναν υπήρχαν σοβαρές πιθανότητες και να μη γυρίσουν πίσω.
Τότε τι μπορεί να ήταν αυτό που έκανε τους ανθρώπους εκείνους να φεύγουν γελαστοί αλλά όχι γελασμένοι για το μέτωπο; Ποια δύναμη άραγε «μεθούσε» τα νιάτα εκείνα με αισιοδοξία μπροστά σε ένα ζοφερό (όπως διαφαινόταν) μέλλον; Γιατί σε όλα τα γραπτά της εποχής (ημερολόγια, γραπτά κείμενα, λογοτεχνικά αριστουργήματα, δημοσιογραφικές έρευνες) η προοπτική του πολέμου φάνταζε ως κάτι θετικό;
Αυτό που κινητοποιούσε όλους εκείνους τους νέους και τις νέες της εποχής ήταν το γεγονός ότι με την κήρυξη του πολέμου από τη μεγάλη δύναμη της εποχής, Ιταλία, έβγαινε από πάνω τους ο βραχνάς της καλής διαγωγής, το άγχος να μην κάνουν κάτι που θα θύμωνε το «θηρίο». Αναδεικνυόταν σε όλο του το μεγαλείο ο υγιής και καλώς νοούμενος πατριωτισμός των Ελλήνων οι οποίοι αρνούνταν, με τον τρόπο αυτό, έστω και αργά, έστω και με κατεβασμένο αρχικά το κεφάλι, να ακολουθήσουν τη βούληση των ισχυρών και επέλεγαν να αντισταθούν, οσοδήποτε μεγάλο κι αν ήταν το μέγεθος του αντιπάλου.
Πόσον αλήθεια από τον πατριωτισμό των νέων εκείνων θα συναντήσουμε μεταξύ των συγχρόνων μας σήμερα; Ποια κινητήριος δύναμη μπορεί να κινητοποιήσει τη σημερινή νέα γενιά (αλλά και όλους μας) ώστε να αγωνιστούμε για τη σωτηρία της πατρίδας μας, παραμερίζοντας οποιαδήποτε διαφορά μπορεί να μας χωρίζει; Οι απαντήσεις, δυστυχώς, δεν είναι καθόλου αυτονόητες. Διότι οι Έλληνες είμαστε ικανοί να σκοτωνόμαστε μεταξύ μας κι αν κάποιος ξένος έρθει και προσπαθήσει να επωφεληθεί από το σκοτωμό μας αυτό, εμείς να δώσουμε τα χέρια και να μονιάσουμε, μόνο και μόνο για να δώσουμε ένα καλό μάθημα σε όποιον ταράζει την εσωτερική μας αλληλοεξόντωση.
Όταν πια απαλλαγούμε από αυτόν τον ξένο κακό μπελά που ήθελε να μπει κεχαγιάς στο κεφάλι μας, όχι μόνο δεν πανηγυρίζουμε όλοι μαζί, αλλά ξυπνάμε και τις παλιές κοιμισμένες έχθρες του παρελθόντος και προσπαθούμε να σκοτώσουμε ξανά ο ένας τον άλλο, βασισμένοι και στις εμπειρίες που ήδη έχουμε αποκτήσει.
Δε χωράει επιπλέον καμιά αμφιβολία ότι ένα μεγάλο μέρος της δυναμικής του, ο ελληνικός στρατός που πολεμούσε στο Αλβανικό μέτωπο το πήρε από την ασταμάτητη βοήθεια που λάμβανε από τον απλό λαό, ή ακόμα περισσότερο από τη διαρκώς ανανεούμενη διάθεση άμαχου πληθυσμού (γυναίκες κυρίως, αλλά και άλλοι) να προσφέρει όχι μόνο ηθικά αλλά και υλικά στον αγώνα για την υπεράσπιση της χώρας. Μπορούμε να υποθέσουμε βάσιμα ότι, χωρίς αυτή τη λαϊκή βούληση ως στήριγμα, δύσκολα θα εξελισσόταν σε όφελος της χώρας μας η κατάσταση στο μέτωπο.
Σε πείσμα, λοιπόν, της λογικής και του στυγνού ορθολογισμού των αριθμών, εμείς οι Έλληνες καταφέρνουμε σχεδόν πάντα να ξεπερνάμε τις όποιες δυσκολίες, να βρίσκουμε στοιχεία ομοιογένειας και να ξεπερνάμε τεράστια εμπόδια στον αγώνα για επιβίωσή μας. Το πληγωμένο φιλότιμο του Έλληνα, τον κάνει να αντιδρά σε κάθε αλαζονική στάση, να συμπαραστέκεται στον αδύναμο και καταφρονεμένο και τελικά να κάνει θαύματα εκεί που κανείς δεν το περιμένει. Ας θυμηθούμε αυτές τις αρετές μας κι ας τις εφαρμόσουμε πριν να είναι αργά!