Για την παρέα μας οι ωροδείχτες είχαν αλλάξει πιο πριν, για την ακρίβεια ο χρόνος είχε πάρει άλλες διαστάσεις, είχε σχεδόν χαθεί στα ζείδωρα νερά του Αμβρακικού και στην πελώρια πράσινη ανταύγεια της θάλασσας, το βράδυ του Σαββάτου στο λιμανάκι, στην Κορωνησία.
Ήμαστε εκεί ο Στέφανος, ο Νίκος, η Ελένη, ο Χρήστος, η Τζένη, ο Κώστας, ο Βασίλης, η Δήμητρα, η ερωτική κι απαιτητική Κιάρα, κι ο Βασίλης Δράκος με την κιθάρα του και τη ζεστή χατζηδακική φωνή του να μας μαγεύει με τις δικές του μελωδίες, του Χατζηδάκι, του Σαββόπουλου, του Κουγιουμτζή, και να φέρνει ανάμεσά μας όλους τους αγαπημένους μας, τη Χρύσα, τον Τάκη, το Δημήτρη, τον άλλο Βασίλη, τη ακριβή Βίκυ και τα παιδιά όλου του κόσμου, σαν το κύμα που ψιθύριζε δίπλα μας την απελπισμένη αναζήτηση και τον αιώνιο νόστο.
Απομακρύνθηκα για λίγο απ’ την παρέα. Πλησίασα το νερό και τις σκιές, αφουγκράστηκα τις ιστορίες τις βρεγμένες μ’ αρμύρα, το χέρι μου χάιδεψε μια ψαρόβαρκα, προσκύνησε τη ζωή τη σκληρή και την έντιμη, το βλέμμα μου ακούμπησε στη βυζαντινή εκκλησία που ατάραχη κρατούσε τις Ώρες της με το λιόστικτο καντηλάκι στο έρημο εσωτερικό της. «Η ζωή είναι στιγμές», άκουσα τον ψίθυρο του Ευάγγελου δίπλα μου. «Στιγμές» που δεν φράζουν το ερώτημα. Το ερώτημα που δεν φράζει την πληγή. Απ’ την πληγή αρχίζει ο ουρανός μας. “Β”