Με το βιβλίο «Ίκλι αβρίκ» κάνει την πρώτη επίσημη παρουσία της στο χώρο της συγγραφής, όμως είναι τόσο δυνατή αυτή παρουσία που θεωρούμε σίγουρο ότι θα έχει και συνέχεια.

Η δικηγόρος, Μαριάνθη Νταφούλη, με καταγωγή εκ μητρός από την Κυψέλη Άρτας που γέννησε αρκετούς δημιουργούς, υπογράφει ένα διαφορετικό βιβλίο αλλά και με μια προτροπή: «Βγες έξω», μας λέει στα ρομανί (τσιγγάνικα) αφήνοντας τον αναγνώστη να αντιληφθεί ποια… κελιά θα πρέπει να διακρίνει.
Το βιβλίο της κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ο Μωβ σκίουρος» και παρουσιάστηκε το περασμένο Σάββατο στο βιβλιοπωλείο «Η πολυθρόνα του Νίτσε», με διαδικτυακό τρόπο, λόγω πανδημίας. Η επίσκεψη στην Άρτα στάθηκε αφορμή να τη γνωρίσουμε και εκτός από το βιβλίο της, νομίζουμε ότι εντυπωσιάζει εξίσου με τις σκέψεις της, την δυναμική όσο και ευγενική της παρουσία. Η συζήτηση που είχαμε μαζί της, υπήρξε απολαυστική.

Συνέντευξη στη Βίκυ Καινούργιου

Ερ: «Ίκλι αβρίκ», παράξενος τίτλος… Πώς και γιατί τον εμπνευστήκατε;
Απ: Το «Ίκλι αβρίκ» είναι ένα βιβλίο αποδράσεων, με την κυριολεκτική και τη μεταφορική έννοια. Στο βιβλίο οι ρομά λειτουργούν ως σύμβολο, ταυτίζονται με το «έξω», με την ελευθερία, με το πατερικό «φεύγε και σώζου». «Ίκλι αβρίκ» στη γλώσσα των ρομά σημαίνει «Βγες έξω». Η ιδέα να βάλω τον τίτλο στα ρομανί ήταν ενός καλού μου φίλου, που πια τον φωνάζω «νονό». Ύστερα «έμπλεξα» με τα λεξικά της ρομανί και κουβέντιασα με ρομά για να κάνω τη μετάφραση. Το «Βγες έξω» αποτυπώνει την κεντρική ιδέα και τη φιλοσοφία του βιβλίου. Δεν είναι τίτλος, για μένα είναι σύνθημα.

Ερ: «Απόδραση» από τη φυλακή που χτίζουν οι άλλοι ή και από τη φυλακή που μπορεί να χτίσει ο καθένας τελικά για τον εαυτό του; Πιστεύετε ότι τα «κελιά» είναι πολλά… τελικά;
Απ: Ακριβώς. Το βιβλίο αναφέρεται σε ιστορικές αποδράσεις πολιτικών κρατουμένων απ’ τα κελιά τους, στην απόδραση μιας πόρνης απ’ τους οίκους ανοχής των Βούρλων, στον μύθο της Λίλιθ που, πριν την Εύα, έφυγε απ’ τον παράδεισο αναζητώντας τη γνώση. Όλα αυτά συνδέονται, μέσα από μια κυκλική αφήγηση που κινείται μεταξύ παρόντος και παρελθόντος και μέσα από μια ιστορία έρωτα, με την απόδραση των ηρώων του βιβλίου απ’ τον ανολοκλήρωτο εαυτό, τους φόβους, τις ψευδαισθήσεις και τις προκαταλήψεις τους. Τα κελιά είναι πολλά και το χειρότερο είναι ότι οι τοίχοι που μας χωρίζουν απ’ το «έξω» είναι συχνά αόρατοι στα μάτια μας.

Ερ: Το βιβλίο αυτό μπορεί κατά τη γνώμη σας να μιλήσει στην ψυχή μιας κοινωνίας, όπως η ελληνική, που βάλλεται διαρκώς και πανταχόθεν τις τελευταίες δεκαετίες;
Απ: Στο αυτί του καθένα από εμάς προσπαθεί να μιλήσει το βιβλίο, του καθένα που ταλαντεύεται γύρω απ’ το δίλημμα ασφάλεια ή ελευθερία χωρίς να βρίσκει ούτε το ένα, ούτε το άλλο μέσα στην ελληνική επαρχία που τον καταδυναστεύει με τα βλέμματά της ή στην πόλη που τον κάνει να ασφυκτιά, του καθένα που αφήνεται στο βόλεμα μ’ ένα κρυφό χαμόγελο κάτω απ’ τα μουστάκια του για τους άλλους που δεν τα κατάφεραν, του καθένα που φοβάται, του καθένα που ξεχνάει να κοιτάξει πίσω για να καταλάβει το παρόν, του καθένα που ερωτεύεται και αφήνεται συνειδητά σ’ αυτή την όμορφη αυταπάτη, του καθένα που προσπαθεί να εφεύρει μια πίστη σε κάτι γιατί έχει ανάγκη να πιστέψει.

Ερ: Καθένας μπορεί να πάρει διάφορα και διαφορετικά πράγματα μέσα από ένα βιβλίο. Εσείς, όμως, τι πραγματικά θέλετε να δώσετε στον αναγνώστη σας;
Απ: Μια «κλωτσιά» προς τα έξω. Με κάθε έννοια. Θέλω ο αναγνώστης του βιβλίου να ξεβολευτεί απ’ τη συνήθεια, να ξανασκεφτεί τις προκαταλήψεις και τους φόβους του, να δει το παρόν σαν ιστορική συνέχεια του παρελθόντος, να ξανατοποθετηθεί μέσα στο συλλογικό για να λύσει το ατομικό. Θέλω να μιλήσω για το περιθώριο, για τους «γύφτους», για τις πόρνες, για τους «τουρκόσπορους», για τους «τρελούς» για να μαλακώσουμε και να αφήσουμε τελικά στον εαυτό μας το περιθώριο να δει και να αποδεχτεί το δικό μας «περιθώριο» που ζει εγκλωβισμένο μέσα μας, καταδικασμένο στη σιωπή και πάντοτε ανομολόγητο. Και πέρα απ’ αυτό θέλω να ψιθυρίσω στ’ αυτί της γυναίκας ότι εκτός απ’ την Εύα υπάρχει και η Λίλιθ.

Ερ: Η δικηγορία επηρέασε την ματιά σας απέναντι σε ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών; Ποια εικόνα ή κατάσταση …χάραξε περισσότερο στη μνήμη σας;
Απ: Ήμουν πολιτικοποιημένη από παιδί λόγω του οικογενειακού μου περιβάλλοντος κι όταν μπήκα στη Νομική αισθάνθηκα να βρίσκομαι στον φυσικό μου χώρο. Η δικηγορία σε προσγειώνει μάλλον ανώμαλα απ’ τη θεωρία στην πράξη, απ’ το ιδεατό στο τι πραγματικά συμβαίνει, ειδικά σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Με σοκάρει πάντα η αστυνομική βία και στην Ελλάδα τη βλέπουμε διαρκώς. Ως δικηγόρος έχεις καμιά φορά τη δυνατότητα να κάνεις πιο κοντινές «λήψεις» αυτών των «εικόνων» και μπορείς να πολεμήσεις με τα «όπλα» τη δικονομίας. Και η δικονομία, όσο χρονοβόρα κι αν είναι, συχνά είναι αποτελεσματική, όπως απέδειξε και η πρόσφατη διαδικασία στη δίκη της Χρυσής Αυγής.

Ερ: Με σημείο αναφοράς την ζωή σας στον Θεσσαλικό κάμπο, περνάτε έντονες εικόνες που φανερώνουν βιώματα. Από τα Τζουμέρκα έχετε αντίστοιχα; Υπάρχουν μνήμες από την Κυψέλη;
Απ: Έχω έντονες μνήμες απ’ τα καλοκαίρια μου στην Κυψέλη, τα πανηγύρια και τον «Καγκελάρη» στην πλατεία, το κατώι που παίζαμε τα μεσημέρια με τα ξαδέλφια μου, τη στρωματσάδα στο σπίτι του παππού γιατί τα κρεβάτια δεν έφταναν για όλους τον Αύγουστο, το ζυμωτό ψωμί της γιαγιάς που έβγαινε απ’ τη γάστρα μοσχομυριστό, το κατσικίσιο γάλα παπάρα με ψωμί, το μονοπάτι για τον Πάτερ Κοσμά που το βλέπω και στον ύπνο μου, τα ρυάκια, το σκάκι που έπαιζε ο παππούς με τον πατέρα μου και τους θείους μου στην αυλή κάθε απόγευμα και θύμωνε όταν έχανε, το αργό του βήμα όταν γυρνούσε με τις κατσίκες απ΄ τη βοσκή, το τάβλι και την κολτσίνα κάτω απ’ τον πλάτανο. Όταν δυσκολεύομαι να φέρω βόλτα την καθημερινότητα, σκέφτομαι τη γιαγιά τη Μαρία και τη σκληρή ζωή της στα Τζουμέρκα. Όταν δυσκολεύομαι να πάρω απόφαση, φέρνω στο μυαλό μου την ατόφια ηθική του παππού του Παντελή. Δεν έχω απλά μνήμες απ’ την Κυψέλη, αισθάνομαι ότι είμαι κομμάτι της.

Ερ: Το βιβλίο, σίγουρα στάθηκε αφορμή να σας γνωρίσει καλύτερα η Άρτα. Είναι η συγγραφή ένας τρόπος να «βγεις έξω» με την πολυδιάστατη έννοια του «Ίκλι αβρίκ»;
Απ: Η Άρτα με γνώρισε καλύτερα κι εγώ γνώρισα καλύτερα την Άρτα. Μ’ αρέσει πολύ να ταξιδεύω, όχι σαν τουρίστας, αλλά μ’ έναν τρόπο που θα με φέρνει ουσιαστικά κοντά με τον τόπο και τους ανθρώπους του. Το βιβλίο είναι ένα εισιτήριο «πρώτης θέσης» για κάτι τέτοιο. Είναι μια αφορμή για να μιλήσεις, να γνωριστείς, να μοιραστείς και να δεθείς με ανθρώπους που δεν ξέρεις. Είναι ένα άλλοθι για να ταξιδέψεις και να «βγεις έξω». Είναι ένα πρόσχημα για να επιστρέφεις. Η συγγραφή είναι κάτι πολύ μοναχικό. Και ταυτόχρονα δεν είναι. Αισθάνομαι ότι πρέπει να είσαι βουτηγμένος μες στη ζωή και στ’ ανθρώπινο για να μιλήσεις γι’ αυτό.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ