Ξημέρωνε Τετάρτη 16 Σεπτέμβρη στο Κρυονέρι, χωρίς την αιωνόβια γιαγιά Λάμπρω. Η μεγάλη καρδιά της έπαψε να χτυπά, έπεσε το κορμί της σε βαθύ ύπνο παίρνοντας την ανηφόρα για τους ουρανούς.

«Έφυγε» μια έφηβη παλιάς κοπής Ελληνίδα, μια μάνα σεβάσμια, που θα της άξιζαν πολλά πρωτοσέλιδα. «Έφυγε» μια ηρωίδα στα μάτια των εγγονών της και των δισέγγονων. Μια γιαγιά με (Γ) κεφαλαίο. Μια ευτυχισμένη γιαγιά με πέντε παιδιά, με δέκα εγγόνια και δεκαοκτώ δισέγγονα.
Μικροκαμωμένη με τσαγανό, που κατέρριψε κάθε πρόβλεψη προσδόκιμου ζωής. Ένα σύμβολο εργατικότητας και σοφίας μέχρι τα εκατό της. Σφήκα την έγραφε η ταυτότητά της, ωστόσο αυτή ήταν μια πραγματική μέλισσα. Δε χρειάστηκε ποτέ να επικαλεστεί το επώνυμο, γιατί αρκούσε απλά το όνομά της. Πάντα γλυκύτατη, πήρε και έδωσε στη ζωή όσα περισσότερα μπόρεσε. Έμεινε όλα της τα χρόνια στον τόπο που τη γέννησε και δεν αγάπησε κι ούτε ονειρεύτηκε παλάτια και πλούτη. Μόνο η υγεία την ενδιέφερε και η πρόοδος των παιδιών της. Ζέσταινε με την καλοσύνη της τις παγωμένες νύχτες του χειμώνα στην ποταμιά του Κρυονερίου.
Δίπλα στο τζάκι με τα χοντρά κούτσουρα. Καθόλου δεν κουραζόταν να αραδιάζει χιλιάδες αρωματισμένες ιστορίες που ο χρόνος τις κράτησε μέσα της νωπές και ζωντανές. Έζησε γεγονότα απρόβλεπτα, γνώρισε την ακραία φτώχεια μέσα σε πολέμους και άντεξε. Έκανε πάντοτε αντρίκιες δουλειές και θυμόταν με κάθε λεπτομέρεια όλη την πορεία της ζωής της.
Μια απέραντη ευτυχία οι ρυτίδες της στα γεράματα. Δε νοιάστηκε ποτέ για τα χρόνια της, χλεύαζε τα εκατό και πολύ της άρεσε να ακούει ευχές, όπως να τα χιλιάσει! Η θλίψη δεν ταίριαζε ποτέ στο σκαρί της -πολύ περισσότερο η γραφικότητα- κι ας ήταν πάντοτε μαυροφορεμένη και σφιχτομαντηλωμένη.
Ήταν απόλαυση η κουβέντα μαζί της. Στη χιλιοειπωμένη σε αυτήν ερώτηση, ποιο το μυστικό της μακροζωίας της, απαντούσε με τον ίδιο τρόπο: Χαμογελάστε, αγαπήστε, κρατήστε καθαρή την ψυχή σας, αναπνεύστε καθαρό αέρα.
Πάντα λιτοδίαιτη και με πολλή σωματική άσκηση λόγω αγροτικών εργασιών. Ήταν παιγνίδι για τη Λάμπρω να ξεφλουδίζει μόνη της ένα βουνό από ρόκες… Μπήκε κάποτε στη βάρκα να περάσει απέναντι στο ποτάμι για να ανταλλάξει καλαμπόκι με λάδι, ήταν αυτό κατεβασμένο, αναποδογύρισε το πλεούμενο και βρέθηκε μες στη μανία του Αράχθου. Ούτε ξέρει πώς βγήκε ζωντανή…
Κακό λόγο δεν έβγαζε ποτέ το στόμα της για άνθρωπο. Μόνο λίγο κόκκινο πιπέρι έβαζε στη γλώσσα του στερνού της Γιάννη, όταν εκείνος δεν έπραττε σωστά…
Η ίδια κατέθετε ότι ποτέ δεν έκανε ζαβολιές και υπηρέτησε αμόλυντη την οικογένειά της. Μόνιμος ο θυμός της, την τελευταία δεκαετία, με τους πολιτικούς που, όπως έλεγε, πτώχευσαν την πατρίδα μας, την εξευτέλισαν, μας έφεραν μνημόνια και μέρες ασχήμιας.
Αξιολάτρευτη, λοιπόν, η Λάμπρω στους δικούς της και σε όλους όσοι είχαν την τύχη να τη γνωρίσουν από κοντά στην ταβέρνα του Γιάννη και του Στέφανου. Η κληρονομιά που άφησε πίσω της είναι μόνο οι αξίες της, οι εμπειρίες της και κάτι μικροχώραφα. Εκείνο που βαραίνει περισσότερο από την παρακαταθήκη της είναι η γλώσσα της καρδιάς. Κι αυτό μετράει τελικά. Φύτεψε γερές οικογενειακές ρίζες, που έκαναν πανύψηλα δένδρα και τα καμάρωνε μέχρι τα εκατό της.
Ας κρατήσουν οι δεκάδες απόγονοι τη μνήμη της, γιατί οι γιαγιάδες αυτές δεν πρέπει να πεθαίνουν ποτέ στην ψυχή τους. Κανένας θρήνος δεν της ταιριάζει, γιατί το πέρασμά της από την επίγεια ζωή ήταν ένας ύμνος. Θα της αρκούσε ένα Ηπειρώτικο τραγούδι στην αποχαιρετιστήρια γιορτή της.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ