Μια λυγερή κοπέλα ύφαινε και τραγουδούσε: «Πέρνα, σαΐτα μου γοργή, με το ψιλό μετάξι/πέρνα, σαΐτα μου γοργή, χτύπα, χρυσό μου χτένι».
Να χαρούμε λίγο με εικόνες που μας γλυκαίνουν, που σκαλίζουν τη θύμηση χαϊδεύοντας την ψυχή μας και ανακαλούν μέσα μας παιδικές μνήμες. Τότε που στα πατρικά και προγονικά μας σπίτια η μάνα, η γιαγιά, η ξαδέλφη, η γειτόνισσα -δασκάλες όλες στην τέχνη τους- κάθονταν με τις ώρες στον αργαλειό. Σε μια μαραγκίστικη λιτή ξυλοκατασκευή του Ελληνικού πολιτισμού, που στις μέρες μας κατάντησε γραφική και μουσειακή: ξύλα για το τζάκι ή παραπεταμένη σε καμιά αραχνιασμένη αποθήκη.
Ήταν ο αργαλειός το πιο πολύτιμο απόκτημα στο κάθε σπίτι, ένας πλούτος και μια βαθιά ανάγκη, γιατί έκλωθε το νήμα της ζωής και κάλυπτε όλες τις ανάγκες σε σκεπάσματα, στρωσίδια και φορεσιές. Ένα πανάρχαιο εργαλείο -εξού και αργαλειός- κι ένα μικρό θαυματουργό εργαστήρι, που ύφαινε ολόκληρες προίκες. Ύφαινε έρωτες, δυνάμωνε καημούς, έφερνε ανάγκες για τραγούδια και συλλογισμούς, έκρυβε μεγάλα μυστικά καλά δεμένα στο δίχτυ του στημονιού. Έδινε καλαισθησία στο σπίτι και έκανε τα πιο χρωματιστά κεντήματα, σαν η φαντασία της γυναίκας ήταν σε οίστρο. Αχός μελωδικός έβγαινε όταν κοπανούσε ρυθμικά το χτένι πάνω στα γνέματα. Αυτιά, μιτάρια, καρούλια, κεφαλάρια, πατήθρες, μασούρια σ’ ένα λειτουργικό κρεσέντο.
Η υφαντική, καθαρά γυναικεία δραστηριότητα. Δασκαλεμένες από γενιά σε γενιά οι κοπέλες γεύτηκαν τη χαρά της δημιουργίας μέσα σε μια γλυκιά σκλαβιά, μέχρι τις τελευταίες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα. Δεμένες γερά στα νήματα και σκυμμένες στο «μπροστά» από χονδρό σανίδι. Χρυσοχέρες και λυγερές, πειθαρχημένες, με αυτοσυγκέντρωση, ταχύτητα, δεξιότητα και ακρίβεια. Απαραίτητο και το σημείο του σταυρού, σαν έπιαναν θέση στο ατομικό τους στασίδι. Μπάντες, μαντανίες, φλοκάτες, βελέντζες, χεράμια, καραμελωτές, διαδρόμια, κουρελούδες, μερικά από τα έργα της τέχνης τους, πάντα σε ωραίους χρωματικούς συνδυασμούς.
Αφοσιωμένη η γιαγιά-κάκω στην ιερή τέχνη της, μαυρομαντηλωμένη μέχρι το δειλινό, για να βγάλει περισσότερο βλάρι, άσχετα αν εξαντλούνταν οι δυνάμεις της από την σκληρή κι αδιάκοπη δουλειά. Λίγο το φαγητό και δυσεύρετο. Όσο για θέρμανση, δε μιλάμε. Νόμιζε η άμοιρη ότι θα έκανε τα υφαντά της αιωνιότητας. Σκύβουμε σήμερα στους ποταμούς του ιδρώτα της, για τα ανάψουμε ένα νοερό κερί στη μνήμη της.
Στο ίδιο μήκος κύματος και η μάνα. Άγρια, απεριποίητα, ροζιασμένα τα χέρια της απ’ της ζωής την καλοπέραση… Παιδιά εμείς, μα καταλαβαίναμε. Δεν κούμπωνε και δεν κατηφόριζε συνήθως η χαρά στο πρόσωπό της. Ήταν τα δάκρυα πολλές φορές που την έπαιρναν, έτσι για να ξαλαφρώσει και να νιώσει καλύτερα. Η ξενιτιά του άνδρα, η έγνοια των παιδιών, η φτώχια, τα βάσανα του σπιτιού, η αβεβαιότητα, όλα μαζί, για να στάξουν ευεργετικά τα δικά της δάκρυα. Μπορεί και να ήταν σε ενδιαφέρουσα, αλλά αυτό δεν την ενοχλούσε.
Μεγάλη σκλαβιά ο αργαλειός για τις νιες, γιατί οι αισθήσεις τους έμεναν ασυγκίνητες απ’ τα κόκκινα χρώματα της φωτιάς που απλώνονταν πάνω του. Χείμαρροι φουσκωμένοι τα όνειρά τους, ήθελαν να τα κρατούν ζεστά, όμως η μοίρα έπλεκε το δικό της υφαντό στην ποδιά τους. Είχαν λίγες ευκαιρίες να νιώσουν και να απολαύσουν τη χαρά της επίγειας ευτυχίας. Ευλογημένες και καλότυχες εκείνες που ο έρωτας πλημύρισε τη ζήση τους και δυστυχισμένες όσες χόρεψαν το βαλς των χαμένων ονείρων γιατί οι προξενήτρες καραδοκούσαν. Τι ευλογία και τι καρδιοχτύπι, όταν ξεκάμπιζε κρυφά στο παραθύρι κι ο αγαπητικός! Ε! τότε φυσούσε άλλος αέρας. Ευτυχώς που δεν υπήρχε ακόμα ο ηλεκτρισμός στα χωριά μας, γιατί οι κοπέλες θα παρέλυαν και θα αποκοιμιόντουσαν πάνω στο υφάδι.
Απόλυτη σιγή σήμερα στους μαχαλάδες και στα μαραζωμένα χωριά μας. Κανένας αργαλειός δε χτυπά κι ούτε οι γαμπροί γυρεύουν προίκες. Οι φλοκάτες απαξιώθηκαν, δεν είναι πια μόδα και δε φέρνουν συγκίνηση. Οι γιούκοι γέμισαν με άπειρα υφαντά και δε χωρούν άλλα. Ευτυχώς που υπάρχουν και τα μουσεία λαϊκής τέχνης… Απαλλαχθήκαμε οριστικά από τέτοιες ασχολίες, και μόνο οι λέξεις, προσαρμοσμένες στη γλώσσα μας και στον τόπο, μας έχουν απομείνει. Άλλαξαν οι καιροί, οι υφάντρες έγιναν εργάτριες βιομηχανίας και οι εγγονές ή οι δισέγγονες κατέλαβαν διευθυντικές θέσεις ή τράβηξαν κατά τη Βουλή… Το κλώσιμο των χρωματιστών κλωστών είναι Κινέζικη υπόθεση, που μαζί με την κάλυψη των σύγχρονων αναγκών, μας κάνουν κι ένα όμορφο δώρο: τον κορω (νημα) νοϊό.