Εις μνήμην.

«Φύγε παιδί μου απ’ εδώ. Πήγαινε παραπέρα να σωθείς»!

Κι έφυγε μαξούμι τότε ο Κώστας Μπαλάφας από το χωριό του την Κυψέλη. Έκτοτε η μάνα του δεν τον ξαναείδε… Έφυγε γιατί στην πατρογονική γη οι άνθρωποι παιδεύονταν -όπως έλεγε ο ίδιος- για να επιβιώσουν οργώνοντας την άγονη γη, λες και έστυβαν με τα χέρια τους γυμνά το ξερό χώμα και το πότιζαν με ιδρώτα, ώσπου να δώσει καρπούς.

Στο ξεκίνημά του έκανε ένα μικρό πέρασμα από την πόλη μας, μετά Αθήνα, Γιάννενα, Ιταλία, επιστροφή στην Ήπειρο και μόνιμη κατοικία του, μετά από χρόνια, η Αθήνα. Όλη η ιστορία της ζωής του ένα μυθιστόρημα.

Αυτοδίδακτος ασπρόμαυρος φωτογράφος με υψηλό αισθητήριο, ποιητική προσέγγιση των θεμάτων του, έμελλε να εξελιχθεί ως ο πιο αναγνωρίσιμος καλλιτέχνης του εικοστού αιώνα, που αιχμαλώτισε το χρόνο αποδίδοντας μέσα από την κοινωνία της φωτογραφίας την αντίσταση στα χρόνια της κατοχής, την Ελληνική ύπαιθρο, τους ανθρώπους της φτώχειας και του μόχθου.

Περπάτησε όλη τη χώρα και την απέδωσε με το δικό του ιδιαίτερο τρόπο σε φωτογραφική εικόνα. Πάνω απ’ όλα τον συνεπήρε το δράμα του λαού μας στις δεκαετίες του σαράντα και του πενήντα. Αποτύπωσε την Ελληνική παράδοση και τη λαϊκή τέχνη με απέριττη προσέγγιση και χωρίς τάσεις ωραιοποίησης. Κατέγραψε σφαιρικά το σφυγμό της εποχής με επίκεντρο τον άνθρωπο.

Το έργο που μας άφησε έχει ιστορική βαρύτητα με οπτική τεκμηρίωση μιας Ελλάδας που υπάρχει μόνο μέσα από τα κάδρα του. Κάποιος συμπατριώτης μας έγραψε το εξής εύστοχο: στο ναό του Κώστα Μπαλάφα να βγάζεις τα παπούτσια σου, γιατί οι φιγούρες που παρουσιάζει είναι εξαγνισμένες από τη στέρηση και τον κάματο!

Η Ήπειρος του Μπαλάφα, το αντάρτικο, το Άγιο Όρος, τα νησιά θα μείνουν παρακαταθήκη για τις μέλλουσες γενιές. Το θάρρος του για την καταγραφή των εγκλημάτων από τους Γερμανούς στα Γιάννενα υπήρξε απαράμιλλο. Ακόμη και όταν βγήκε αντάρτης στο βουνό, βρήκε την ευκαιρία να φωτογραφίζει τον ένοπλο αγώνα των συναγωνιστών του.

Ήταν ο Μπαλάφας μοναδικός να απεικονίζει τον πόνο μέσα από το πρίσμα της συμπόνιας του και της πίστης στις ανθρώπινες αξίες. Το ύφος του, ο ψυχισμός και ο τρόπος που έβλεπε τα θέματα με τα μάτια της ψυχής του βοήθησαν να καταγραφεί αυτός ο ασπρόμαυρος ύμνος για τους αδύναμους, τους κατατρεγμένους, τους αγωνιστές. Πάντοτε έλεγε ότι χωρίς συγκίνηση κανένα καλλιτεχνικό αποτέλεσμα δεν μπορεί να υπάρξει.

Δεν πούλησε ποτέ φωτογραφία του, γιατί -όπως υποστήριζε- ήταν σαν να εκπόρνευε τα συναισθήματα του. Τις ήθελε καθαρές. Υπήρξε ο πιο ευαίσθητος καταγραφέας της ζωής με πιστές μαρτυρίες μέσα στον βιωμένο χρόνο. Τα πρόσωπα γι’ αυτόν ήταν ιερά και αποτελούσαν τη θεατρική σκηνή που παιζόταν το θέατρο της ζωής.

Ήταν βαθιά πνευματικός άνθρωπος και έκανε αριστουργήματα με πενιχρά μέσα. Αξιοπρεπής, δίκαιος, ασυμβίβαστος, εφευρετικός, αυστηρός, λιτός, υπερήφανος, ιδεολόγος, ρομαντικός, επίμονος, παθιασμένος και ποτέ φίλος της εξουσίας. Είχε αυτό που λέμε στόφα παλιού ακέραιου Έλληνα. Μα πάνω απ’ όλα, ήταν αγιάτρευτα ερωτευμένος με την Ήπειρο, τις ομίχλες της και τους ανθρώπους της. Στην πόλη μας είχε ξεχωριστή αδυναμία και συνεργασία τακτική με τον έτερο καλό φωτογράφο, τον Βασίλη Γκανιάτσα. Μαζί του γύρισε σπιθαμή προς σπιθαμή όλα τα βουνά της Πίνδου.

Τις βιοποριστικές ανάγκες του τις κάλυψε με την ένταξή του στο προσωπικό της ΔΕΗ (τμήμα ανατυπώσεων). Έγινε η ψυχάρα του φωτογραφικού και κινηματογραφικού αρχείου της επιχείρησης και το υλικό που άφησε είναι ανεκτίμητο. Πρωτοπόρος στην καταγραφή του αναπτυξιακού και κοινωνικού έργου του εξηλεκτρισμού της χώρας που πραγματοποίησε η ΔΕΗ στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες.

Γεφύρια οι φωτογραφίες του της σημερινής Ελλάδας με την τότε. Του απονεμήθηκε το πρώτο κρατικό βραβείο καλλιτεχνίας επί εποχής Μελίνας Μερκούρη. Καμία ακαδημία δεν του έκανε την τιμή να τον βραβεύσει εν ζωή κι ούτε μετά θάνατο. Ακόμη και ο τόπος μας δε βρήκε ένα μικρό χώρο για μια σεμνή προτομή. Το πλουσιότατο αρχείο του το χάρισε στο μουσείο Μπενάκη. Πολλοί πατριώτες μας πικράθηκαν με αυτή του την κίνηση, αλλά ο Κώστας πείσθηκε ότι το έργο του είναι παρακαταθήκη για όλους τους Έλληνες και η αξιοποίησή του θα είναι καλύτερη από το ίδρυμα της Αθήνας.

Ο άνθρωπος που «έγραψε» έφυγε πλήρης ημερών για την άλλη ζωή στις 9 Οκτώβρη του 2011. Αυτός που είχε το χάρισμα και την ευλογία να βλέπει τον κόσμο όπως τον πρωτοείδε το μάτι του Θεού! Κι η ματιά του μέσα από τις φωτογραφίες του δε θα φύγει ποτέ, δε θα χαθεί και θα μείνει για πάντα μπρος στα δικά μας μάτια και των μελλοντικών γενεών.

Δημήτρης Ντάλας

«Στο ταξίδι της ζωής μου δεν φωτογράφιζα ποτέ στην τύχη»

«Θεωρώ χρέος κάθε καλλιτέχνη να καταχωρεί στο έργο του, τον τόπο του και την εποχή του. Είναι ένα χρέος προς την ίδια την ιστορία, γιατί ότι ξέρουμε από τους παλαιότερους πολιτισμούς το χρωστάμε στην τέχνη, σε ό,τι σμιλεύτηκε στην πέτρα, ό,τι μορφοποιήθηκε σε εικόνα ή ό,τι καταχωρήθηκε ποιητικά στην Ιστορία.

Όλη μου η ζήση είναι να καταγράφω ορισμένες ποιότητες του λαού μας που κάθε μέρα χάνονται από τη φθορά του χρόνου και τις επιδράσεις του πολιτισμού. Κυρίως για να μας μείνουν σε εικόνα ορισμένες ποιότητες που θεμελίωσαν αξίες και γεφύρωσαν πολιτισμούς, σε αυτό το σταυροδρόμι της γης που λέγεται Ελλάδα.

Περισσότερο στη φωτογραφία κοίταζα να κρατήσω σκηνές από αυτές που τρώει ο χρόνος και καταστρέφει ο πολιτισμός. Γιατί από αμέλεια και άγνοια, αφήσαμε και καταστράφηκε ο λαϊκός μας πολιτισμός και ορφάνεψε η γενιά μας από την παράδοση της.

Στο ταξίδι αυτό της ζωής μου, δεν φωτογράφιζα ποτέ στην τύχη. Πρώτα πήγαινα, έβλεπα τον χώρο, τον μελετούσα, εκτιμούσα τι μου έκανε εντύπωση, ποια ήταν τα σημαδιακά σημεία που θα έπρεπε να σταθώ και μετά φωτογράφιζα το χώρο και τους ανθρώπους του.

Τα φωτογραφικά μου θέματα είναι κυρίως αυτά που έχω από τον ηπειρωτικό χώρο, είναι προσωπικά μου βιώματα και δυστυχώς δεν βγαίνουν τόσο εύκολα, πρέπει να κοιλοπονηθούν πολύ στη φαντασία.

Στη φωτογραφική θεματολογία επέδρασε πάρα πολύ ο εσώτερος ψυχισμός μου που διαμορφώθηκε από το κλίμα εκείνο της Κατοχής και περισσότερο από τα παιδικά μου χρόνια, που ήταν σκληρά στη ζωή μου…».

«Έφυγα από το χωριό μου σε ηλικία έντεκα ετών και κατέβηκα στην Άρτα. Εκεί είδα για πρώτη φορά να κινούνται αυτοκίνητα, είδα θαύματα του πολιτισμού, είδα φώτα που να μην τα σβήνει ο αέρας και η βροχή».

«Η φωτογραφία είναι μια δύσκολη τέχνη για να μπορέσεις να εκφράσεις συναισθήματα και ύφος. Είναι δύσκολη γιατί είναι εύκολη. Γιατί ο καθένας μπορεί να πατήσει ένα κουμπί και να βγάλει μια φωτογραφία, αλλά το να δώσεις ένα κομμάτι του εαυτού σου μέσα από εκεί είναι δύσκολο»

«Έλεγα πάντα στους νέους: διαβάστε ποίηση, διαβάστε λογοτεχνία, σχηματίστε εικόνες στο μυαλό σας ιδεατές και μετά να τις βρείτε στο δρόμο. Γιατί αν δεν γίνει αυτό, όταν τις βρείτε δεν θα τις προσέξετε. Πρέπει να τις συνδυάζετε με κάποια ποιότητα ζωής, με κάποιο συναίσθημα, με κάτι που σας αγγίζει βαθιά, με μια διεργασία του νου και της καρδιάς, να φτιάξετε μια ιδανική εικόνα και να την αποδώσετε»

«Είχα μια ιδιαίτερη αγάπη στη μητέρα μου, ίσως γιατί δεν την έζησα και πολύ, και κατά προέκταση σε όλες τις μάνες με τις μητριαρχικές αρετές. Η μάνα είναι μεγάλο πράγμα. Υπάρχει μια εικόνα που με κυνηγάει πάντοτε γιατί δεν μπόρεσα να την αποτυπώσω: η εικόνα μιας γυναίκας φορτωμένης με ζωοτροφές, να έχει κι ένα παιδί στα χέρια της πηγαίνοντας για δουλειά. Αυτό έκανε η δική μου μάνα κάθε μέρα. Και μια φορά σταμάτησε σε μια πέτρα να ξεκουραστεί…»

«Είμαι Ηπειρώτης στην καταγωγή και ήθελα να καταχωρήσω φωτογραφικά την Ήπειρο που χάνεται. Δεν εστίαζα στους ανθρώπους από παραξενιά. Τους αγάπησα, τους πόνεσα, τους είδα πρώτα, μίλησα μαζί τους, είδα τα προβλήματα τους, και γι αυτό ακριβώς δίνουν αυτή τη συγκίνηση οι φωτογραφίες. Έκατσα με τους βοσκούς και κοιμήθηκα μαζί τους πάνω στα βουνά».

«… και ήλθε το πλήρωμα του χρόνου κάποτε, ώστε με ένα ρολόι και λίγες οικονομίες να αποκτήσω μια μηχανούλα. Ήταν μια junior Kodak με 7.7 φακό. Μετά από αυτό αγόρασα μιαν άλλη πουλώντας την μηχανή αυτή και πάλι με κάτι οικονομίες πήρα μια Robot. Με τη Robot και με ένα φιλμ που έπεσε κυριολεκτικά από τον ουρανό, μέσα σε ένα βομβαρδιστικό Ιταλικό που το έριξαν τα αντιαεροπορικά μέσα στα Γιάννενα, κατάφερα να συνεχίσω· έκοβα κομματάκια, γέμιζα τις μπομπίνες κι έτσι φωτογράφισα τον αγώνα».

«Όλοι με κατηγόρησαν στην αρχή ότι φωτογραφίζω την αθλιότητα και τη μιζέρια. Δεν έδειχνα σε κανέναν τις φωτογραφίες μου. Πήρα το δικό μου δρόμο, αυτός είμαι. Και νομίζω πως δεν έκανα άσχημα. Εδώ είναι ένας λαός τρανταχτός, που πέρασε δια πυρός και σιδήρου. Αυτόν τον λαό φωτογράφιζα».

«Δεν έχει σημασία αν είναι καλή φωτογραφία, αλλά το τι κουβαλά μέσα της».

«Δεν είμαστε Έθνος περαστικό. Ήλθαμε για να μείνουμε».

«Όπου κι αν βρεθείς, συναντάς ερείπια από παλαιότερους πολιτισμούς, αρχαίους ναούς, λατρευτικά σύμβολα, κάστρα, υδραγωγεία, βυζαντινές εκκλησίες, προμαχώνες που με την παρουσία τους σφράγισαν αιώνες που διαγράψανε τη μοίρα του λαού μας και την ιστορία του από τα πανάρχαια χρόνια ως σήμερα».

«Δεν έχει σημασία για μένα τι έκαμα, αλλά το τι δεν μπόρεσα να κάνω και το χρωστάω».

 

Βιογραφικό

Ο Κώστας Μπαλάφας (1920 – 9 Οκτωβρίου 2011) ήταν σημαντικός Έλληνας φωτογράφος, γνωστός για την καταγραφή του τρόπου ζωής της ελληνικής υπαίθρου, το Αλβανικό μέτωπο, την Κατοχή και τον αγώνα του ΕΛΑΣ στην Ήπειρο.

Γεννήθηκε το 1920 στην Κυψέλη Άρτας, από την οποία έφυγε σε αναζήτηση εργασίας στην Αθήνα. Εργαζόμενος σε γαλακτοκομείο πατριώτη του και φοιτώντας σε νυχτερινό σχολείο, μετέβη στη Γαλακτοκομική Σχολή Ιωαννίνων και κατόπιν στην Ιταλία έως το 1939 όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη γαλακτολογία.

Επιστρέφοντας στα Ιωάννινα διορίστηκε έκτακτος υπάλληλος στη Γαλακτοκομική Σχολή. Στα Γιάννενα τον βρήκε η Ιταλική εισβολή κι αργότερα η Γερμανική Κατοχή. Κατατάχτηκε στον ΕΛΑΣ ως αντάρτης-τυφεκιοφόρος, ενώ παράλληλα, φωτογράφιζε τις μάχες, τις κτηνωδίες του κατοχικού στρατού αλλά και την δύσκολη ζωή των ανθρώπων της υπαίθρου.

Τον ένοπλο αντάρτικο αγώνα κατά των κατακτητών τον αποτύπωσε στο φωτογραφικό λεύκωμα «Το Αντάρτικο στην Ήπειρο» που εκδόθηκε το 1991 με πρόλογο του φίλου και συναδέλφου του Σπύρου Μελετζή.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ