Eνας μικρός περίπατος στη χαμένη μικρή Πατρίδα και στα απομεινάρια της. Μια βαθιά προσωπική ανάγκη που παραμένει πάντα ζωντανή. Ένας περίπατος ψυχής.
Μπαίνεις σε μιαν ατμόσφαιρα ζωής με κεντρικό πρόσωπο τον άνθρωπο. Τον πρόγονο που κράτησε με τα χίλια ζόρια στον κύκλο της ζωής το γένος μας. Έκανε την άγονη γη τόπο γονιμότητας. Πολύτεκνοι όλοι τους με τέσσερα παιδιά και πάνω, μεγαλωμένα σε δυο κάμαρες. Μια εσωτερική ανάγκη θαυμασμού και υπόκλισης ξεπετιέται. Είναι ο σεβασμός που σε οδηγεί σε σιωπηλές προσευχές. Κλείνεις τα μάτια σου και αφήνεσαι στους ήχους των γεννητόρων που σε καλούν να τους ακολουθήσεις. Αποζητούν μια μικρή αναγνώριση για τους αγώνες τους, τα έργα τους, και τότε μέσα σου συντελείται μια μικρή έκρηξη ζωής.
Σε κάποιους από εμάς αρέσει να τα λέμε και ονειρόσπιτα. Σε άλλους σύγχρονα ταπεινωμένα ερείπια. Είναι παλιάς κοπής, απουσιάζουν από μέσα οι άνθρωποι, ωστόσο η γοητεία τους είναι πανταχού παρούσα. Στέγασαν κάποτε τα όνειρα, τις μικρές χαρές και τα μεγάλα μυστικά. Ποτίστηκαν από δάκρυα και καπνίστηκαν από τη φωτιά του τζακιού. Ήταν μέρος των μικρών οικισμών και σήμερα είναι έτοιμα να σωριασθούν. Έγιναν τα φαντάσματα που δείχνουν το χρόνο και τις μεγάλες κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές που διαμόρφωσαν έναν καινούργιο κόσμο. Τον σημαδεμένο χρόνο σε μια πλάκα-επιγραφή στην πρόσοψη, με το σημείο του σταυρού στη μέση.
Κάποτε ήταν κοσμήματα, χωμένα μέσα στο καταπράσινο του καλοκαιριού, στεφανωμένα από φυσικές ομορφιές και στημένα τα περισσότερα στις καμπύλες των λόφων. Σήμερα οι φθαρμένες και γεμάτες μούσκλια πέτρες τους αποζητούν από εμάς λίγο έλεος και μια μικρή παράταση ζωής. Κλαδιά, βάτοι και θάμνοι φράζουν τα περάσματα που οδηγούν στις αυλές τους. Το αλώνι εκεί κοντά δε διακρίνεται πνιγμένο στ’ αγριόχορτα. Το μάγγανο λείπει απ’ το πηγάδι και δίπλα του απόμειναν μόνο κάτι γκορτσιές με τα βαθιά τους ριζικά κρατώντας αποστάσεις από τα συντρίμμια. Ο κισσός έκανε κι αυτός τη δουλειά του και τα χελιδόνια κάνουν αλλού τις φωλιές τους. Πεζούλια και φράχτες, πράγματα πεσμένα και λεηλατημένα απ’ το χρόνο και την εγκατάλειψη.
Οι ξερολιθιές ανακαλούν μνήμες αρχέγονες. Οι σκαλιστές δίφυλλες ξύλινες εξώπορτες είναι ακόμη κρεμασμένες στη θέση τους ως φύλακες και οι «ηλιακοί» υπερυψωμένοι εξώστες επικίνδυνα ετοιμόρροποι. Οι καμινάδες λαβωμένες απ’ τη μανία του αέρα και τα παράθυρα κλειστά μάτια, που εμποδίζουν το ζωογόνο φως να μπει για να λάμψει το εσωτερικό. Οι τοίχοι έχουν κάνει κοιλιές και οι πλάκες στάζουν. Κι εμείς αμήχανοι παρατηρητές, σαν να μας εποπτεύουν πίσω από τις σφηνωμένες γρίλιες.
Το πάτωμα δεν πατιέται, γιατί έχει σαπίσει, κι αν τύχει κι αποπειραθείς να πατήσεις πάνω του, θα βρεθείς με κατάγματα στο κατώι. Σ’ όποιο σημείο του παλιόσπιτου και να σταθείς αντικρίζεις ιστορία. Βρίσκεσαι μέσα σ’ ένα μικρό μουσείο εικόνων. Όσα αντικείμενα έχουν απομείνει δίνουν μάχη να κρατηθούν ζωντανά. Απόκτησαν σημασία, έχουν αξία, έστω και στοιχειωμένη. Η σαρμανίτσα, η τάβλα, η πιατοθήκη, τα τσίγκινα σερβίτσια, οι σκονισμένες και διαβρωμένες απ’ την υγρασία κρεμασμένες κορνίζες.
Αποχωρείς. Δεν αντέχεται άλλο το ραγισμένο θέαμα. Η μυρωδιά του χώματος σ’ ακολουθεί. Φτωχαίνουν οι λέξεις να περιγράψεις όλες αυτές τις πληγές στην ερημιά. Σε συναντά το παρελθόν και δυναμώνει την ατομική και συλλογική συνείδηση. Γεμίζεις εικόνες που κυλούν εκνευριστικά αργά και σχίζουν το χρόνο, ανοίγοντας δρόμους για τα μεγάλα ταξίδια του νου στης λησμονιάς τα μέρη. Ηρεμείς, νοσταλγείς, γοητεύεσαι, λυτρώνεσαι, πονάς. Μετά από μερικές δεκαετίες τίποτε απ’ όλα αυτά δε θα είναι ανιχνεύσιμο, θα τα έχει χωνέψει το δάσος. Καμιά μνήμη δε θα είναι ικανή να ζωντανέψει τους γενέθλιους τόπους. Το παιγνίδι ήταν άνισο και το αποτέλεσμα έγειρε προς τις μεγάλες πολιτείες με το άφθαρτο, αλλά απρόσωπο σκυρόδεμα. Τα πελεκημένα αγκωνάρια δε θα ξανανιώσουν ανθρώπινο χάδι.