Τόξερε, της τόχε πει η ίδια η φύση πως για να φέρει στον κόσμο τα παιδιά της θα πρέπει να πεθάνει. Δεν ήξερε όμως η οχιά εκείνη την ημέρα πως την ώρα που τα μικρά της έτρωγαν τα σωθικά της, ένα χέρι ανθρώπινο που ξεπρόβαλλε στην άκρη της θημωνιάς, ενδεχόμενα να είχε τόσο μεγαλείο αναλογικά όσο και εκείνη που θέλησε πεθαίνοντας να προστατέψει τα μικρά της, τσιμπώντας και παίρνοντας μαζί της μια ανθρώπινη ζωή.
Ήταν η Μαργαρίτα, η Ελληνίδα μάνα και σύζυγος της δεκαετίας του πενήντα. Ήταν εκείνη που απ’ τα χαράματα πάλευε, μαζί με τον άνδρα της, τον μπάρμπα Μήτσο τον Μπότσαρη, και για την επιβίωση και για εκείνο που εγώ τους αγάπαγα και τους δύο, τον αγώνα τους για καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, τις (προσκολλημένες) ιδέες τους (καθαρές), χωρίς φανατισμούς στην ΕΔΑ και το πάθος τους για τα γράμματα.
Εκείνη φρόντιζε πάντα το συγύρισμα του φτωχικού τους, που έτσι κι αλλιώς έλαμπε από την αθωότητά της και την καλοσύνη, διάβαζε αφιλοκερδώς τρία παιδάκια (είχε βγάλει σχολαρχείο) πούχε το χωριό, μαζί με τον Λάζαρο το βλαστάρι τους. Εκείνος πήγαινε κάθε μέρα στην λιμνοθάλασσα της Ροδιάς, μάζευε κανά δυό οκάδες ψάρια ή χέλια, τ’ αρμάθιαζε στο βούρλο και τάφερνε στο χωριό μου (ξυπόλητος πάντα μ’ αρματωμένη την ψυχή) για να τα κάνει ανταλλαγή.
Κανείς τη μέρα της κηδείας της Μαργαρίτας, ακολουθώντας την προς την Αγία Αικατερίνη, δεν πίστευε πως ο θρήνος εκείνης της στιγμής θάταν η απαρχή μιας άλλης ατέλειωτης τραγωδίας, που έμελλε να σημαδέψει την συμπεριφορά της μικρής μας κοινωνίας, την συνείδηση των λίγων, την αδιαφορία των πολλών και την αντιμετώπιση τέτοιων καταστάσεων από μέρους των… (ανθρώπων). Σημάδεψε και την δική μου. Τέλος πάντων, για μένα θα μιλάμε τώρα;
Μαζεύτηκαν βράδυ, όλο το χωριό, στο σπιτάκι του μπάρμπα Μήτσου. Πώς έκανε και χώραγαν; Για την Στρογγυλή μιλάμε. Καμιά τριανταριά όλοι κι όλοι. Στην κορυφή οι άνδρες προσπαθούσαν σχεδόν σιωπώντας να τον παρηγορήσουν. Στη σάλα οι γυναίκες, σιγοψιθυρίζοντας, αναγνώριζαν έστω και τώρα την… (δεν ήξεραν πώς να το πουν) της συγχωρεμένης. Εκείνος το μόνο που καταλάβαινε εκείνη τη στιγμή ήταν η απώλεια της λατρεμένης του. Χάιδευε απαλά το κεφάλι του μοναχογιού του, πούχε γείρει στα γόνατά του κι έκλαιγε αντρίκια. Τα επόμενα λίγα χρόνια (πάντα ξυπόλυτος) προσπαθούσε μ’ όλες του τις δυνάμεις να ποδέσει τον πόνο του, με ό,τι πιο δημιουργικό θα μπορούσε να υπάρξει, να μεγαλώσει και τον Λαζαράκη με τον σωστότερο τρόπο χωρίς ψυχομάνες και ελεγείες. Άλλα λογάριαζε όμως αυτός, κι άλλα η μοίρα που επαλήθευσε τους παππούδες που τούλεγαν πως δεν θα πρέπει να θλίβεται διότι ο Θεός επιλέγει τους εκλεκτούς του μεταξύ των αρίστων για να… στελεχώσει την δημιουργία του.
Τσίτωνε σαν τάκουγε εκείνος, οπαδός καθώς ήταν της ύλης, υπέρμαχος της χειροπιαστής πραγματικότητας και μέχρι ξενιστικομάρας (που θάλεγε ο παππούς μου) υπέρ της διαλεκτικής. Τους κοίταγε στα μάτια και τους απαντούσε μ’ ένα πικρόγελο φαρμακερό, από εκείνα που… σκοτώνουν. Η μεγάλη μεταβολή του αισθητού του κόσμου έγινε τη μέρα που κράτησε το λόγο της η μοίρα και κατακαλόκαιρο του ’63 πήρε το σπλάχνο του από τροχαίο.
Ξανασυμπονέσαμε τον άνθρωπο εμείς οι άλλοι, τσακίσαμε πέντε – έξι ούζα, ζεσταθήκαμε αρκετά, ανοίξαμε και τα υπέρθυρα έτσι για να λυπηθούμε περισσότερο και για δεύτερη φορά. Εκείνου ο νους έκανε νερά, άρχισε να πίνει, να μην πηγαίνει στην Ροδιά, να αποκοιμιέται μεθυσμένος στην ταφόπλακα των αγαπημένων του, να τριγυρνάει ψωμοζήτης από δω κι από κει και να εκλιπαρεί για ένα ούζο όλους εμάς που πριν λίγο καιρό (συμπονούσαμε τον άνθρωπο!) μοιραζόμασταν τον πόνο του και κλαίγαμε παρασυρόμενοι στο κλάμα του.
Άρχισε και η γλώσσα του να τον προδίδει και ό,τι πήγαινε ο νους του να μας ευθυγραμμίσει (σκέψη και πράξεις) δεν τα κατάφερνε με τα υγρόληκτα κι όλο παρέλειπε το «ρο». Άλλες πάλι φορές όταν προσποιούνταν ότι έπαιρνε τηλέφωνο τον Χουρτσώφ και ζήταγε να του στείλει ο σύντροφος ένα ζευγάρι παπούτσια (κι ας ήταν και τα δύο ζερβά), τα συμπλήρωνε με λάμδα («Σύντλοφε Χλουτσώφ εδώ… τηλεφωνείο).
«Ρε βλαμμένε αριστερά τον ανακάτωσες; Έκοψε ο καφές» φώναξε ο Ράκιας την ώρα που έμπαινε ο μπάρμπα Μήτσος στο «Καφεπαντοπωλείον “H Ελβετεία”» του Κώστα Βράκα στο χωριό μου.
Γύρω από το παλιοβάρελο με τα κούτσουρα πυρώνονταν πεντέξι νοματαίοι και στην κορυφή στον πάγκο με τα «είδη νομής» ακούμπαγε ο δάσκαλος του χωριού και το αφεντικό της «Ελβετείας». Κάρφωσε το βλέμμα πάνω του ο δάσκαλος, όσο εκείνος πάλευε να στεργιώσει τον πισινό του στην καρέκλα και πριν προλάβει να γίνει η διαπραγμάτευση για την ανταλλαγή προϊόντων, μεταξύ μπάρμπα Μήτσου και «Ελβετείας», άρχισε να λέει: «Την προσοχή σας παρακαλώ, πρόκειται για κάτι πολύ σημαντικό…».
Κατέβασε με αργή κίνηση τα γυαλιά στην άκρη της μύτης εκεί ακριβώς που με το ζόρι τα συγκρατούσε η ευφυΐα, ρούφηξε και μια γουλιά καφέ με θόρυβο απογοητευμένου διανοητή και συνέχισε: «Στο τελευταίο συνέδριο του ΚΚΣΕ ανεβαίνοντας στο βήμα ο Κλούτσεφ (που τον λέτε εσείς) δεν ασχολήθηκε σχεδόν καθόλου με τα του κόμματος παρά μόνο με τα του Στάλιν πεπραγμένα…».
«Τί είναι αυτά;» πετάχτηκε ένας απ’ αυτούς που ζεσταίνονταν κι απολάμβανε τη λήθη απ’ τα κούτσουρα. Κούνησε το κεφάλι ο δάσκαλος απογοητευμένος, σκέφτηκε στιγμιαία πως κάτι θα έπρεπε να γίνει με την αμάθεια της χώρας και συνέχισε: «Και συ, σύντροφε Χουρτσώφ, πού ήσουνα;», φώναξε ένας σύνεδρος από κάτω. «Ποιός τόπε αυτό;» ρώτησε ο Χουρτσώφ και περίμενε να πάρει απάντηση. Τίποτα. Απόλυτη σιωπή. «Ποιός;» ξαναρώτησε. Νεκρική αυτή τη φορά η σιωπή. «Ε, λοιπόν, θα σου πω, σύντροφε, εκεί που είσαι τώρα εσύ…».
Περίμενε για λίγο τις αντιδράσεις ο δάσκαλος, τάβγαλε εντελώς τα γυαλιά, ακουμπώντας τα (στη νομή) και αφέθηκε στην αποχαύνωση της ικανοποίησης και της ανωτερότητας. «Δάσκαλε, λουφιάνε…» τρεκλίζοντας, κατευθυνόμενος προς την πόρτα μπόρεσε να πει: «Δοσίλογε, συνελγάτη των Γελμανών, δαχτιλοδείχτη των Εβλαίων που τάμαθες αυτά τα γάματα…; Τλαγωδία είναι ο θάνατος ενός ανθλώπου, τλαγωδία και των πολλών, που δεν σου μοιάζουν…».
ΥΓ. Τον χειμώνα του 1963 βρέθηκε ξυλιασμένος στο χαγιάτι τις εκκλησίας τυχαία. Τον αναζητήσαμε ύστερα από έντεκα ημέρες.