Μέσα στο γενικότερο κλίμα της επικαιρότητας πέρασε μάλλον απαρατήρητη μια είδηση που αφορά τον αθλητισμό και ειδικότερα το ποδόσφαιρο στην (όχι και τόσο μακρινή) Αγγλία.
Μετά από 30 ολόκληρα χρόνια αναμονής, η ομάδα της πόλης που γέννησε τους Μπήτλς, η Λίβερπουλ, κέρδισε ξανά το πρωτάθλημα Αγγλίας, το οποίο είχε ουσιαστικά σχεδόν κατοχυρώσει εδώ και αρκετό καιρό, ακόμη και πριν τη διακοπή των πρωταθλημάτων λόγω του κορωνοϊού. Το γεγονός τιμήθηκε ιδιαιτέρως από την ομάδα, με ένα βιντεάκι κινουμένων σχεδίων που κυκλοφόρησε στο «U tube» (https://www.youtube.com/ watch?v=LWJ5D16hX3U).
Στο βίντεο εμφανίζεται ένας πατέρας με το γιο του να πηγαίνουν στο γήπεδο για να παρακολουθήσουν την αγαπημένη τους ομάδα (τη Λίβερπουλ) από το 1990 που κέρδισε το τελευταίο της πρωτάθλημα, μέχρι σήμερα. Στη διάρκεια των χρόνων ο πατέρας, καθώς τα χρόνια περνούν, ακολουθεί τη φυσική κατάληξη των ανθρώπων και φεύγει από τη ζωή, ο γιος, όμως, συνεχίζει με το δικό του παιδί την πορεία και τελικά ανταμείβεται με το πρωτάθλημα.
Για τα συναισθήματα που μπορεί να νιώθει κανείς σε μιας τέτοιας διάρκειας αναμονή, μιλάει πολύ κατατοπιστικά ο Αντώνης Καρπετόπουλος: «Υπάρχουν, λέει, πολλά περίεργα συναισθήματα που σου χαρίζει το ποδόσφαιρο. Υπάρχει η απελευθερωτική χαρά μετά από ένα θρίαμβο, η αίσθηση ότι μπορείς να κατακτήσεις τον κόσμο ολόκληρο μόνο και μόνο γιατί πανηγυρίζεις σαν τρελός ένα γκολ. Υπάρχει το λυτρωτικό κλάμα όταν τα πράγματα έχουν πάει απόλυτα καλά ή απόλυτα άσχημα. Υπάρχει η ευτυχία που δημιουργεί η αίσθηση μιας πληρότητας, η συμμετοχή σε κάτι που στα μάτια σου μοιάζει τεράστιο.
Ένα από τα πιο σπάνια και τα πιο σπουδαία συναισθήματα είναι όμως η αναμονή-συναίσθημα που συνήθως μπορούν να το νοιώσουν σε όλη τη βαθιά του ένταση όσοι υποστηρίζουν ομάδες που κάνουν μόνιμα (και εύκολα) πρωταθλητισμό, αλλά που για κάποιο τρόπο χάνουν την κορυφή δηλαδή αυτό που στα μάτια του οπαδού τους είναι η φυσική τους θέση. Αυτή η αναμονή για τη στέψη (που φουντώνει καθώς βλέπεις την ομάδα σου να επιστρέφει εκεί που για σένα θα ήθελες πάντα να βρίσκεται και συγχρόνως σε γεμίζει μνήμες δακρύων και αποτυχιών) είναι ένα μεγαλειώδες συναισθηματικό μίξερ που μόνο στο ποδόσφαιρο μπορεί να βρεις. Στην προκειμένη περίπτωση ζεις με την αίσθηση ότι ο χρόνος ξαφνικά μεγάλωσε και συγχρόνως μίκρυνε: οι στιγμές είναι υπερβολικά φορτωμένες ακριβώς γιατί ό,τι συμβαίνει είναι για σένα κανονικό (αυτό που ανέμενες ό,τι θα συμβεί) και συγχρόνως υπερβολικά συγκινητικό, γιατί άργησε πολύ.»
Γιατί, όμως, ταυτιζόμαστε τόσο πολύ με τις ομάδες και μάλιστα τις ποδοσφαιρικές; Τι είναι αυτό που μας κάνει να παθιαζόμαστε περισσότερο και από ότι με τις ιδεολογίες μας ή τις κομματικές μας προτιμήσεις, να μένουμε πιστοί στην ομάδα ακόμα κι όταν χάνει συνεχώς ή όταν υποβιβάζεται, να αντέχουμε τις λοιδορίες των αντιπάλων με μόνο εφόδιο την αγάπη μας για την ομάδα και την προσμονή της δικαίωσης; Μια απάντηση επιχειρεί να δώσει ο καθηγητής Δ. Δημητράκος σε άρθρο του στο «Βήμα» το 1998: «Η ομάδα, λέει, σε αντίθεση με τα άτομα, ενώνει οπαδούς, γίνεται «ιδεολογία», απαιτεί προσήλωση και σύμπνοια, παρέχει σύμβολα, σημαίες, ύμνους και χρώματα. Ο καθένας μπορεί να γίνει «μέλος» της ομάδας γινόμενος οπαδός της. Είναι επομένως εύλογο να υποδουλώνονται σε αυτό οι πάντες: όχι μόνο οι φανατικοί «αφιθιονάδος» του ποδοσφαίρου, αλλά και όλοι οι άλλοι πολιτικοί, ιεράρχες, τραγουδιστές, διαμορφωτές κοινής γνώμης. Κανένας δεν τολμά να αντιπαρατεθεί ή να περιφρονήσει ανοιχτά αυτόν τον μοντέρνο θεό. Διότι ακόμη και τα μέτρα και οι διαμαρτυρίες κατά των ταραχοποιών δεν αφορούν άμεσα το άθλημα του ποδοσφαίρου, εφόσον, κατά το κοινώς λεγόμενον, τους «χούλιγκαν» πολλοί εμίσησαν, το δε ποδόσφαιρον ουδείς.
Επιπλέον είναι το κατ’ εξοχήν παιχνίδι που επιτρέπει την ομαδοποίηση μαζών, τη συλλογική ταύτιση μέσα από μια μαχόμενη ομάδα, ορατή και συγκεκριμένη. Η ταύτιση ενός ατόμου με το έθνος, με ένα κόμμα ή μια ιδεολογία, ακόμη και όταν παίρνει επιθετική μορφή, προϋποθέτει τη δυνατότητα αφαίρεσης.
Αντίθετα η ταύτιση με τον Ολυμπιακό ή την Τότεναμ δεν έχει τίποτε το αφηρημένο. […] Το ποδόσφαιρο τονώνει και εκτρέφει αυτή την τάση εν είδει ψυχαγωγίας, εφόσον το παίγνιο καθιερώνει μιμούμενο τελετουργικά και αγωνιστικά μια πράξη. Μπορεί να είναι το ποδόσφαιρο η νέα παγκόσμια θρησκεία, όπως συχνά υποστηρίζεται. Αλλά η θρησκεία αυτή δεν έχει δόγμα, παρά μόνο τελετουργικό. Ένα τελετουργικό που απευθύνεται κυρίως στο ανδρικό τμήμα του πληθυσμού, που μέσα από αυτό επιβεβαιώνεται στον ρόλο του.»
Καλώς ή κακώς το ποδόσφαιρο έχει ταυτιστεί σε πολύ μεγάλο βαθμό με τον ανδρικό πληθυσμό, αν και τελευταία αρχίζει να συγκινεί και τις γυναίκες, όμως αυτό δεν εξηγεί από μόνο του τη σχέση με την ομάδα, η οποία αποκτά, στις περισσότερες περιπτώσεις στοιχεία μεταφυσικής σχέσης που φτάνει να ταυτίζεται σχεδόν με την πίστη ή τον έρωτα. Εδώ είναι που θα πρέπει να δείξουμε προσοχή, δεδομένου ότι είναι άλλο πράγμα η πίστη (που δίνει δύναμη στον άνθρωπο και στήριγμα στις δυσκολίες), άλλο ο έρωτας (που αποτελεί κίνητρο και κινητήριο δύναμη ζωής), άλλο η φανατική προσήλωση στην ομάδα (που απλώς προσφέρει χαρά μέσω του παιχνιδιού). Ας μη φτάσουμε να τα συγχέουμε για να μην δημιουργήσουμε προβλήματα σε μας και τους γύρω μας.