Από την ευμάρεια και τις τζιπάρες, στη νέα μετανάστευση
Μου τόπαν πως σε είδανε εκεί που ζεις στα ξένα/ μου τόπαν πως σε είδανε να κρυφοκλαίς για μένα/ Μη μου παραπονιέσαι μη μου στεναχωριέσαι. Νίκος Γούναρης
Ολες οι γενιές των ανθρώπων αφήνουν το δικό τους αποτύπωμα στο χρόνο και τον τόπο. Ειδικές συνθήκες, όπως οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές, δημιουργούν το περιβάλλον μέσα στο οποίο εξελίσσεται η ζωή.
Η δική μας γενιά – του πενήντα και του εξήντα- ήταν αναμφίβολα η πιο τυχερή. Δεν έζησε συγκλονιστικά γεγονότα (ακραία φτώχια, βιαιότητες, πολέμους), με εξαίρεση την επταετή δικτατορία, γραμμάτια ιδεολογικά της οποίας ξεπληρώνουμε ακόμα. Καρπώθηκε την εθνική αναδημιουργία με άπειρες ευκαιρίες απασχόλησης, είχε ελεύθερη και εύκολη πρόσβαση στη μόρφωση, στα αγαθά του πολιτισμού και έζησε μεγαλώνοντας στην εποχή που η ανθρώπινη ζωή αναδείχθηκε ως η πιο πολύτιμη κατάκτηση.
Στα χρόνια αυτά γιγαντώθηκε η μεσαία τάξη δημιουργώντας πλούτο με θεμιτά και αθέμιτα μέσα. Και διαμορφώθηκε ένα μοντέλο ζωής με δανεικά. Η πορεία προδιαγραμμένη: τα βράχια. Ήταν αυτό που συνέβη πριν μια δεκαετία, όταν ανατράπηκαν δεδομένα, κατακτήσεις και ζωές. Οι Έλληνες φτωχημένοι και ταπεινωμένοι σε μνημονιακές Οδύσσειες. Και η ανεργία στα ύψη. Με αίμα, με θυσίες μείναμε στην Ευρώπη και νέες ορολογίες μπήκαν στο λεξιλόγιο μας: μνημόνια, άγρια φορολογία, νέα μετανάστευση.
Τη μετανάστευση που οι Έλληνες λες και την έχουν στο αίμα τους. Η ομογένεια, κατά ένα παράδοξο παιγνίδι της τύχης, έπρεπε να ανανεωθεί με καινούργιο αίμα. Έτσι ο χρόνος άλλαξε τα πρόσωπα και τους ρόλους τους. Μοιραία τα νέα παιδιά, σπουδαγμένα και καταρτισμένα, έπρεπε να απαλλαγούν από τη σκέψη τού αν έχουν γεννηθεί σε λάθος εποχή και να ακουμπήσουν στο λευκό πανί της νιότης τους. Πήραν έτσι την απόφαση για το μεγάλο βήμα: να χτίσουν μόνα τους την ταυτότητά τους και την προσωπικότητά τους και να κάνουν το μεγάλο άλμα προς το μέλλον μακριά από την πατρίδα.
Η απόδραση εκατοντάδων χιλιάδων νέων υψηλής μόρφωσης στην παραγωγική τους ηλικία ανέδειξε την αποτυχία μας ως λαού. Το φαινόμενο μετανάστευσης Ελλήνων στο εξωτερικό με προοπτική εργασίας πήρε διαστάσεις ήττας και τραγωδίας μαζί. Κάναμε τα παιδιά μας πρόσφυγες της ζωής και ερείπια με τσαλακωμένα όνειρα. Ένας δημιουργικός και ηρωικός λαός χάνει τους μαχητές του, τα ταλέντα του, τους άριστους. Έφυγαν να στηρίξουν τις οικονομίες εύρωστων κρατών. Η πατρίδα με υπογεννητικότητα και δημογραφικό πρόβλημα αδυνατεί να θρέψει και να προσφέρει ευκαιρίες δουλειάς στους νέους πολίτες της.
Απέναντι σ’ αυτό το κακό ποια ήταν η δική μας αντίδραση; Φοβερές σιωπές ενοχής. Δουλέψαμε σκληρά να τα μεγαλώσουμε, να τα σπουδάσουμε και στο τέλος τι καταφέραμε; Να τα βλέπουμε μέσω της τεχνολογίας και να μην μπορέσουμε να κρατήσουμε ούτε το «καλό μας» όνομα. Και οι παππούδες όταν βλέπουν τα εγγόνια τους να επικοινωνούν με τα μάτια και όχι με την γλώσσα… Δεν ήταν επιλογή η ξενιτιά για τα παιδιά. Ήταν το τοξικό περιβάλλον της ανασφάλειας που τους φυγάδευσε. Ήταν μονόδρομος για μια καλύτερη ζωή με πολλές ευκαιρίες δουλειάς και για καλές αμοιβές. Οι κυβερνήσεις μας κι αυτές συνέβαλαν αποφασιστικά στη φυγή. Εγκληματικές οι επιλογές τους σε θέματα παιδείας και οικονομίας. Απέβλεπαν πάντοτε στην κομματική ομηρία με αόριστες υποσχέσεις για μια θέση στο πολύπαθο δημόσιο.
Ο οικονομικός μετανάστης, όσο και να ντύσει με ψέματα τις λέξεις, δεν μπορεί να απαλλαγεί από την αίσθηση ότι του κλέβουν χρόνους ζωής. Βιώνουν σήμερα από τα τέσσερα σημεία του πλανήτη τη γλυκύτητα της μελαγχολίας, τους καημούς που δε μερώνουν και έγιναν οι προγραμματισμένοι για λίγες μέρες του καλοκαιριού ως τουρίστες στην πατρίδα τους. Το πρόβλημα της γλώσσας, ο καιρός, η έλλειψη οικογενειακού περιβάλλοντος, οι λίγες ευκαιρίες ψυχαγωγίας, η διαφορετική κουλτούρα ενισχύουν γι’ αυτούς το κλίμα ασφυξίας. Στήριγμα σ’ αυτές τις δύσκολες στιγμές θα αποτελέσουν οι πατριώτες συνάδελφοί τους, με τους οποίους θα μοιρασθούν τον ψυχισμό τους. Τον τελευταίο καιρό με την πανδημία έγιναν πιο στρεσογόνες οι μέρες τους εκεί στις καινούργιες τους πατρίδες.
Σίγουρα σ’ όλους θα λείπει ο Μεσογειακός ουρανός, η ανεμελιά, το σπιτικό φαγητό. Ωστόσο, είναι ικανοποιημένοι που απέφυγαν τη μισητή ανεργία, οι ξένοι δεν τους γύρισαν την πλάτη και δεν έγιναν μονάδες εργαλείων στο βωμό της παγκοσμιοποίησης. Κι ούτε έχουν ανάγκη από επίκαιρα μοιρολόγια, όπως παλαιότερα.
Η πληγωμένη πατρίδα πάντα θα τους περιμένει να επιστρέψουν και να βρουν ευκαιρίες απασχόλησης στον τόπο τους. Η ανακοπή της φυγής με κίνητρα, θα πρέπει να είναι πρώτη προτεραιότητα της πολιτείας. Η συμβολή τους θα είναι τεράστια στην εγχώρια οικονομία με τον αέρα τους, τις δεξιότητες και την επιστημονική τους πληρότητα. Η ζωή είναι πολύ μικρή και δεν είναι μόνο λογιστικές αποτυπώσεις. Είναι συναίσθημα, είναι ο άνθρωπος, είναι η λαχτάρα γι’ αυτούς που αγαπήσαμε και αξίζει να ζούμε.