Με την ιστορία τους να χάνεται στους αιώνες, τρία περήφανα παιδιά των πάλαι ποτε συγχωριανών μας σκυτοτόμων, παιδιά της φύσης και των νερών του Αράχθου, σύμβολα της σοφίας, της τόλμης και της γαλήνης, πέτονται στο ύψος, στο φως, στο χρόνο και στον ουρανό με τις ρίζες τους όμως γήινες, πάντα στέρεες, πάντα να τραβούν κατά του βάθους.
Είναι τρία αδέλφια, τρεις θεόρατοι πλάτανοι. Βρίσκονται σε μια από τις πιο ειδυλλιακές τοποθεσίες του χωριού μας Γραμμενίτσα, στο ξωκλήσι του Αγίου Παντελεήμονος, που στη σιωπηλή μοναξιά του, ατάραχο, κρατάει τις Ώρες του. Η παιδική μας παρέα εκεί γνώρισε για πρώτη φορά το πρόσωπο της μικρής ελευθερίας, στην αυλή του Αγίου όπου μάθαμε να κάνουμε το σταυρό μας αλλά και που χτυπούσαμε με την μπάλα αλύπητα τους τοίχους του, χωρίς αυτός να διαμαρτυρηθεί ποτέ. Εκεί, κάτω από τα δασύστερνα τρία αδέλφια διαισθανθήκαμε τα πνεύματα των δέντρων, τα πνεύματα των προγόνων, εκεί, κάτω από το μοναδικό τους ίσκιο που είναι ο μικρός εφέστιος θεός του Έλληνα, ονειρευτήκαμε. Γιατί ο ήλιος στην Ελλάδα μοιάζει πολλές φορές μ’ ένα μακρινό δυνάστη στο λιοπύρι του καλοκαιριού, ενώ ο ίσκιος είναι οικείος, φιλικός, φιλάνθρωπος. «Κάθε δέντρο έχει στον τόπο μας τον ίσκιο του», γράφει η Μαρίνα Λαμπράκη, «κάθε ίσκιος τον ύπνο του και κάθε ύπνος το όνειρό του.»
Η περσινή άνοιξη μας φανέρωσε πως το ένα απ’ αυτά τα αχώριστα αδέλφια λαβώθηκε. Κι εμείς που σμιλέψαμε τα κοκκαλιάρικα σώματά μας ανάμεσα στους τεράστιους κορμούς τους, δεν πιστεύαμε με τίποτα πως ο καλοκάγαθος αυτός γίγαντας υπάρχει περίπτωση να πεθάνει. Όχι να μαραθεί, όχι να ξεραθεί. Να πεθάνει. Γιατί αυτό το πλατάνι δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά ο φίλος μας ο παιδικός κι ο σοφός δάσκαλός μας. Μια λαβωματιά είναι που θα γιάνει, έτσι λέγαμε. Πιστεύαμε βαθιά μέσα μας πως με τη βοήθεια του θεραπευτού και πλήρους ελέους Αγίου αλλά και με τη δική του δύναμη, θα αντέξει. Και η αλήθεια είναι πως ο παιδικός μας φίλος αντιστάθηκε ένα χρόνο, ψάχνοντας με το μυστικό του τρόπο το φάρμακο για να αυτοθεραπευτεί.
Αλλά δεν τα κατάφερε. Η φθορά της ζωής έβαλε τη δική της σφραγίδα στα φύλλα του, στα απλωμένα αγαθά του χέρια, στη μεγαλόψυχη δροσερή αγκαλιά του. Το μυστικό το γνωρίζουν μόνο τα δυο του αδέλφια, κανείς άλλος. Μα όσοι αγαπούν εκείνο το μέρος, ο Γιώργος που έκοβε τα κισσούδια γύρω από τους κορμούς, ο άλλος ο Γιώργος που έφυγε στην Αθήνα κι ας ξέχασε, ο Βύρων, ο Θωμάς, ο Ράκιας, ο Μιχάλης, ο Νάσιος, ο Νίκος, ο Κώστας, αλλά κι ο ιερέας μας, κι οι επίτροποι, κι οι οικογένειες Πανέτα που φροντίζουν ευλαβικά το περιβόλι του Αγίου, νιώθουν βαθιά μέσα τους το νυγμό της καρδιάς που μας συνείχε και που τώρα ψυχομαχεί στις χορδές του ανέμου. Γιατί η καρδιά των δέντρων χτυπάει όπως η δική μας καρδιά.
Δεν τα κατάφερε ο πλάτανός μας. Και τώρα πεθαίνει όρθιος με τα πονεμένα του μάτια ψηλά στον ουρανό, με τ’ αδέλφια του να τον συντρέχουν αντρειωμένα, με τ’ αηδόνια γύρω του κάθε δειλινό να φτιάχνουν τραγούδια ξόμπλια στο θάνατό του και στο πένθος, και με τη συντροφιά εκείνων που νιώθουν πρόγονοι του άδεντρου μέλλοντος, που νιώθουν πως τα δέντρα είναι το μόνο στήριγμα που απομένει στους ανθρώπους, όταν τα ενήλικα ρούχα τους η ζωή τα κάνει κάθε μέρα, κάθε νύχτα, όλο και πιο βαριά.
Εκείνων που πιστεύουν ακόμα πως τα περήφανα και καρτερικά δέντρα είναι ένα στήριγμα βαθιά ριζωμένο, παρά τους αέρηδες και τις καταιγίδες. Είναι ένα στήριγμα, ένα προσκύνημα, ένα σύμβολο φυσικής και πνευματικής δύναμης. Είναι ένα στήριγμα σαν το απλωμένο τρεμάμενο χέρι ενός ιστορικού πλάτανου που μοιάζει ακόμη

«με το αντίβαρο που ζυγίζει το κενό, το κενό που στο δρόμο θα σου κράταγε το δικό σου χέρι».

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ