Η πρόσφατη είδηση για τον απατεώνα που παρίστανε το γιατρό υποσχόμενος θαυματουργές θεραπείες σε ανθρώπους με σοβαρότατες ασθένειες έχει οπωσδήποτε προκαλέσει μεγάλη εντύπωση στην κοινωνία μας.
Κι αυτό γιατί θα περίμενε κανείς ότι, σε μια κοινωνία τεχνοκρατική, με υψηλό επίπεδο μόρφωσης και πνευματικής συγκρότησης, με την επιστήμη να κυριαρχεί και να κάνει τα δικά της «θαύματα» σε τομείς όπως ακριβώς η Ιατρική, οι άνθρωποι θα ήταν πολύ πιο επιφυλακτικοί απέναντι σε απατεώνες που προσπαθούν να αποκομίσουν κέρδος από τον πόνο του συνανθρώπου τους.
Η ιστορία του εν λόγω ψευτογιατρού θυμίζει περισσότερο τις εικόνες των πλανόδιων «γιατρών»-«φαρμακοποιών» του φαρ-ουέστ στις Η.Π.Α. του 19ου αιώνα, παρά τις εικόνες των πρακτικών γιατρών της ελληνικής επαρχίας την ίδια εποχή. Μιλάμε για την εποχή που στην Ήπειρο, αλλά και σχεδόν στις περισσότερες περιοχές των Βαλκανίων κυριαρχούσαν οι Βικογιατροί. Βικογιατροί ονομάστηκαν οι πρακτικοί γιατροί του Zαγορίου, οι οποίοι γιάτρευαν ανθρώπους και ζώα με φαρμακευτικά φυτά και βότανα αποκλειστικά της χλωρίδας του φαραγγιού. Από τα πολύ παλιά χρόνια, διατήρησαν τη φήμη τους ως τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα.
Μάλιστα τον 18ο και το 19ο αιώνα η φήμη τους είχε απλωθεί σε όλες τις βαλκανικές χώρες και τη Μικρά Aσία. Ντυμένοι με μαύρη μάλλινη χλαίνη (σεγκούνα), έχοντας τα μακριά μαλλιά τους δεμένα με πράσινη ταινία και φορώντας ένα ιδιότυπο καπέλο, μάζευαν βότανα στις πλαγιές των βουνών και γυρνούσαν έφιπποι από χωριό σε χωριό, καλύπτοντας την έλλειψη γιατρού. Ονομάζονταν και ματσουκάδες, από τη ράβδο (ματσούκι) που είχαν πάντα μαζί τους, σακουλαραίοι, από τις σακούλες στις οποίες μετέφεραν τα θαυματουργά βότανά τους, και κομπογιαννίτες. Αποτελούσαν ένα είδος αδελφότητας και μετέδιδαν τη γνώση τους στους γιους τους. Λέγεται, μάλιστα, ότι για να προστατεύσουν τη συντεχνία τους χρησιμοποιούσαν ένα ιδιότυπο γλωσσικό ιδίωμα. Tην εποχή που στην Ελλάδα των 900.000 κατοίκων (1841) υπήρχαν μόνο 90 επιστήμονες γιατροί, τους δόθηκε η δυνατότητα να πάρουν άδεια άσκησης της ιατρικής, ύστερα από εξάμηνη φοίτηση στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Αντίθετα, οι τσαρλατάνοι του φαρ-ουέστ γυρνούσαν από περιοχή σε περιοχή πουλώντας «θαυματουργά» φάρμακα αμφίβολης προέλευσης και ύποπτης κατασκευής, τα οποία, σύμφωνα με τις υποσχέσεις τους μπορούσαν να θεραπεύσουν πάσαν νόσον και πάσαν μ@λ@κίαν. Τις περισσότερες φορές έπαιρναν στο λαιμό τους τούς αφελείς ή τους απελπισμένους ασθενείς που είχαν την ατυχία να τους πιστέψουν, με αποτέλεσμα να φεύγουν κακήν κακώς ή (πολλές φορές) να διώκονται αφού περνούσαν την εξευτελιστική διαδικασία με την πίσσα και τα πούπουλα. Η έλλειψη, όμως, γρήγορης επικοινωνίας από το ένα μέρος στο άλλο καθιστούσε εφικτή τη δραστηριοποίησή τους στην αχανή περιοχή των Δυτικών Ηνωμένων Πολιτειών για περίπου έναν αιώνα.
Όλα αυτά αφορούν μια εποχή όπου οι επικοινωνίες ήταν περιορισμένες, η ροή των πληροφοριών μικρή, οι επιστημονικές γνώσεις ελάχιστες έως ελλιπείς και οι επιστήμονες (ειδικά οι γιατροί) δυσεύρετοι. Στις μέρες μας, όμως, κάτι τέτοιο δε συμβαίνει. Τουναντίον υπάρχει πληθώρα πληροφοριών μέσω του διαδικτύου και των Μ.Μ.Ε., οι επιστήμονες δε λείπουν, υπάρχει αξιόπιστο σύστημα υγείας που μπορεί να περιθάλψει και ανθρώπους σε απομακρυσμένες περιοχές (παρόλο που πολλοί το θεωρούσαν κοστοβόρο και άχρηστο), οι επικοινωνίες (με τα κινητά, τα σταθερά, την ψηφιακή τεχνολογία τα πάσης φύσεως εμ εμ ες, ες εμ ες κ.λπ.) έχουν αναπτυχθεί με ταχύτητες που δεν τις βάζει ο νους του ανθρώπου. Επομένως θα περίμενε κανείς να μη μπορούν να βρουν πεδίον δόξης λαμπρόν οι πάσης φύσεως τσαρλατάνοι της υγείας.
Όμως, απ’ ό,τι φαίνεται, όχι μόνο βρίσκουν χώρο δράσης, αλλά και εύπιστα θύματα που πέφτουν στην παγίδα τους με αποτέλεσμα να χάνουν πολλές φορές όχι μόνο τα χρήματά τους αλλά και την υγεία τους και, σε μερικές περιπτώσεις και τη ζωή τους ή τη ζωή προσφιλών τους προσώπων.
Η εξήγηση για το παράδοξο αυτό θα πρέπει να αναζητηθεί στην ανάγκη του ανθρώπου να βρει ελπίδα ακόμα και σε καταστάσεις που αυτή φαίνεται να μην υπάρχει. Από την εποχή που ο κόσμος συνέρεε ομαδικά να αγοράσει το περιβόητο «νερό του Καματερού», μέχρι την «φραπελιά» και τον ψευτογιατρό, όλα δείχνουν ότι σε καταστάσεις εξαιρετικής δυσκολίας οι άνθρωποι αναζητούν ελπίδα και λύσεις σε οτιδήποτε τους φαίνεται πως μπορεί να δώσει λύση στο πρόβλημά τους.
Είναι σαν την κατάσταση της απελπισμένης μάνας στο διήγημα του Γ. Βιζυηνού «Το αμάρτημα της μητρός μου». Η δύστυχη μάνα εξακολουθούσε να πληρώνει αδρά τις υπηρεσίες του κομπογιαννίτη γιατρού του χωριού (ως τέτοιος αναγνωριζόταν ο κουρέας της περιοχής), μόνο και μόνο επειδή της έδινε ελπίδες. Γράφει ο Βιζυηνός: «πολύ συχνά διϊσχυρίζετο παρηγορῶν αὐτήν, ὅτι ἡ πορεία τῆς ἀσθενείας εἶναι καλή, καί ἀκριβῶς τοιαύτη, ὁποίαν ἐδικαιοῦτο νά τήν περιμένῃ ἡ επιστήμη ἀπό τάς συνταγάς του.
Τό τελευταῖον τοῦτο ἦτο δυστυχῶς λίαν ἀληθές. Ἡ κατάστασις τῆς Ἀννιῶς ἔβαινεν ἀργά μέν καί ἀπαρατηρήτως, ἀλλ’ ὁλονέν ἐπί τά χείρω.» Η κατάσταση, δηλαδή της κόρης χειροτέρευε, αλλά η μητέρα εξακολουθούσε να πληρώνει το γιατρό που τη διαβεβαίωνε ότι το κορίτσι θα καλυτερέψει σύντομα. Μπορεί να έχουν περάσει περίπου 120 χρόνια από τη δημοσίευση του διηγήματος το 1883, αλλά ο πόνος δυστυχώς οδηγεί τους ανθρώπους στα ίδια μονοπάτια.
Τι μπορεί να αποτελέσει τη λύση του προβλήματος; Για πολλούς ανθρώπους (προσωπικά το συμμερίζομαι) η λύση είναι η Πίστη και η Αγάπη που δίνουν τελικά Ελπίδα, άρα και νόημα ζωής στους ανθρώπους. Για άλλους μπορεί η λύση να είναι στην αυτοκριτική, την ενδοσκόπηση και την επαφή με τους άλλους ανθρώπους. Οπωσδήποτε δεν μπορεί να είναι καταφυγή η ψευδεπίγραφη ελπίδα που προσφέρεται έναντι αμοιβής.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ