Κύριε, όχι μ’ αυτούς. Ας γίνει αλλιώς το θέλημά σου. Γιώργος Σεφέρης
Το μεγάλο φαγοπότι έχει την κυριολεκτική και τη μεταφορική του σημασία. Η πρώτη, η κυριολεκτική: τα τρομερά και απίστευτα, λεγόμενα και λουκούλλεια, δείπνα των ρωμαίων αυτοκρατόρων και αξιωματούχων, φαγητό και ποτό μέχρι σκασμού, ως εκεί που δε χώραγε άλλο η κοιλιά τους. Τραπεζώματα που άρχιζαν μερικές φορές το μεσημέρι και τέλειωναν αργά το βράδυ.
Αλλά επειδή δεν το άντεχε η ψυχή τους να δεσπόζει στο τραπέζι τους και του πουλιού το γάλα και το στομάχι τους να μη χωράει άλλο, εκείνοι είχαν πλέον ασκηθεί στο να ξερνούν στα ειδικά εμετήρια αυτά που έφαγαν για να ξεκινούν απ’ την αρχή. Και η δεύτερη, η μεταφορική: οι αρπαγές, η απληστία, η συσσώρευση αμύθητου πλούτου και χρυσού, η άνευ όρων κερδοσκοπία, η ιδιοποίηση του δημόσιου πλούτου, η καταλήστευση των δημόσιων εσόδων.
Όλα αυτά βέβαια κατέληγαν σε δολοφονίες, σε ακραία βία και τρομοκρατία και σε αλλεπάλληλα εγκλήματα. Αλλά και σε ερωτική και σεξουαλική ανωμαλία, σε καμαρίλα, παιδεραστία, αιμομιξία, κραιπάλη. Συνοδεύονταν από την έπαρση και την ατιμία και στηρίζονταν στην ασύδοτη και απόλυτη καταπάτηση κάθε ηθικής αρχής και στη διάβρωση των θεσμών, ιδιαιτέρως της δικαιοσύνης.
Οι «απολαύσεις» και τα «φαγοπότια» ήταν συνήθειες συνυφασμένες με τη νοθεία και την απάτη με την οποία είχαν διαποτίσει όχι μόνο τους ευγενείς, αλλά και την πλέμπα οι επιφανείς. Σκοπός τους ήταν η κατάκτηση και η διατήρηση της εξουσίας δια παντός μέσου. Γιατί χωρίς εξουσία δε νοείται αλογάριαστη τρυφηλή ζωή. Νοείται, αντιθέτως, η απογύμνωση και η επερχόμενη τιμωρία. Οπότε: πρώτη προτεραιότητα η εξαγορά του στρατού, που ανεβάζει και κατεβάζει αρχηγούς. Και φυσικά του λαού, που ρέπει προς την ευμάρεια και μαθαίνει, μέσω αυτής, να κάθεται φρόνιμα και να κλείνει τα μάτια στην παρανομία και την αθλιότητα.
Και μέσο για τον πλουτισμό και το μεγάλο φαγοπότι: ο δανεισμός και η καταλήστευση του δημόσιου ταμείου, η τοκογλυφία, οι ληστρικοί πόλεμοι και το πλιάτσικο. Το δημόσιο ταμείο δεν τα ξανάβλεπε ποτέ τα χρήματα που δάνειζε, οι άρχοντες ήταν μονίμως χρεωμένοι. Τους τοκογλύφους τους περίμενε το ξεπάστρεμα και η δήμευση της περιουσίας τους, αν έκαναν τους ζόρικους και απαιτούσαν τα χρήματά τους. Και το λαό τον κορόιδευαν με τις προσφιλείς του συνήθειες προσφέροντάς του «άρτον και θεάματα». Οι ρωμαϊκοί θρίαμβοι, η είσοδος δηλαδή του νικητή αυτοκράτορα και του στρατού στην αιώνια πόλη, με την αμύθητη λεία του πολέμου και τους σιδηρο-δέσμιους ηττημένους βασιλείς και αιχμαλώτους, συνοδεύονταν από τους ήχους και τις χαριτωμένες κινήσεις του πλήθους των μίμων, των υποκριτών, των μουσικών και των χορευτών, που επιστρατεύονταν για την περίσταση.
Η κεντρική ιδέα της όλης αυτής κακόγουστης παράστασης ενός γραφικού, αλλά και αχόρταγου, θιάσου συνοψίζεται στο εξής: οι πρίγκιπες, οι διάδοχοι, οι πορφυρογέννητοι, οι ευνοούμενοι των θεών και οι άριστοι των διαπλοκών που ανέβαιναν στο θρόνο, ήταν απόλυτα πεισμένοι πως το κράτος είναι δικό τους. Γι’ αυτό και άπλωναν τα χέρια τους οπουδήποτε οσμίζονταν εύκολο κέρδος και πλούτο. Και μαζί μ’ αυτούς άπλωναν τα χέρια τους συγγενείς, φίλοι, συνεργάτες και άλλα φρούτα που κοσμούσαν το βασιλικό τραπέζι του αρχηγού.
Τα χρήματα που άρπαζαν απ’ το δημόσιο για να καλύψουν τα μεγάλα τους έξοδα, για να εξαγοράσουν, ως επί το πλείστον, τους πραιτοριανούς, οι οποίοι τους στήριζαν ώστε να πάρουν την εξουσία και να διατηρηθούν σ’ αυτή, και για να εξαχρειώνουν τον όχλο, ώστε να τους ανέχεται, ήταν στην ουσία δανεικά και αγύριστα. Τα ποσά ήταν υπέρογκα. Και οι σπατάλες ανάλογες. Αλλά μιας και αυτοί διοικούσαν, μηχανεύονταν και καθιέρωναν τρόπους για να παραγράφονται τα χρέη τους και τη ζημιά να την πληρώνει ο λαός, στις πλάτες του οποίου φορτώνονταν αβάσταχτοι φόροι και έκτακτες εισφορές.
Τα εκατομμύρια σηστέρτιοι, δηνάρια, χρυσά και διάφορα άλλα νομίσματα που δανείζονταν οι ρωμαίοι άρχοντες, μπορούν να μας δώσουν μια εικόνα, μόνο αν συσχετιστούν με τα σημερινά δεδομένα. Ο άρχοντας Κλαύδιος, φέρ’ ειπείν, χρωστούσε πάνω από 1.350.000 Ευρώ. Ο προσωπικός του φρουρός Λέπιδος πάνω από 600.000. Κοντά στο ένα εκατομμύριο έφταναν τα δανεικά του φίλου του πραιτοριανού Βούρρου. Κάπου 760.000 τα δάνεια του υπασπιστή του Μόμιου. Και κοντά στις 800.000 του παλαίμαχου συμβούλου του Γναίου Δομίτιου. Και ο κατάλογος δεν έχει τελειωμό. Γιατί πέραν αυτών, ακολουθούν άλλοι κατάλογοι, μυστικοί οι περισσότεροι, φίλων που καταλήστευαν αχαλίνωτα το δημόσιο ταμείο.
Η Ρώμη φαντάζει μακριά. Μα φαντάζει ταυτόχρονα πολύ κοντά. Και η ρωμαϊκή εποχή μοιάζει χθεσινή. Μα μοιάζει κιόλας σημερινή. Αν τότε ήταν οι πραιτοριανοί που όριζαν τους άρχοντες, σήμερα είναι οι καναλάρχες που τους ορίζουν. Το τραπέζι των γόνων και των αρίστων παραμένει στρωμένο. Κι ο λαός μετράει τις δεκάρες του!
*Ο Δημήτρης Βλαχοπάνος είναι φιλόλογος, συγγραφέας και λογοτέχνης