Τη Δευτέρα 15 Ιουνίου ξεκίνησαν οι πανελλαδικές εξετάσεις για την εισαγωγή στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της χώρας.
Είναι μάλιστα σημαδιακό, ίσως, το γεγονός ότι η έναρξη των εξετάσεων αυτών συμπίπτει σχεδόν χρονικά με την ψήφισε ενός (ακόμα) νόμου για την Παιδεία (πιο σωστά για την Εκπαίδευση), ο οποίος, όμως, καθόλου δεν μεταρρυθμίζει επί της ουσίας το εκπαιδευτικό σύστημα, η την εκπαιδευτική διαδικασία. Για να γίνω πιο σαφής, θα προσπαθήσω να εξηγήσω σε τι συνίσταται μια μεταρρύθμιση. Σύμφωνα με το βικιλεξικό, μεταρρύθμιση είναι το σύνολο σημαντικών αλλαγών σε έναν τομέα, που αποσκοπούν στη λύση προβλημάτων, την εύρυθμη λειτουργία του, την προσαρμογή του σε νέα δεδομένα, ενώ σύμφωνα με το λεξικό της πύλης για την ελληνική γλώσσα, μεταρρύθμιση είναι η εφαρμογή διαφορετικών συστημάτων, μεθόδων κτλ. σε ένα σύνολο, θεσμό κτλ. επιδιώκοντας αλλαγή προς το καλύτερο. Όπως βλέπουμε, δηλαδή, η μεταρρύθμιση περιέχει υποχρεωτικά την ανανέωση, την εφαρμογή διαφορετικών απ’ ό,τι μέχρι τώρα μεθόδων, την προσαρμογή στα νέα δεδομένα.
Τι απ’ όλα αυτά επιτυγχάνεται με το νέο νόμο; Απολύτως τίποτε! Η εισαγωγή των αγγλικών στο νηπιαγωγείο σε καμία περίπτωση δε συνιστά βήμα προόδου, δεδομένου ότι έτσι τα νήπια δεν θα έχουν τη δυνατότητα να μάθουν και να αφομοιώσουν σωστά την ελληνική γλώσσα. Ήδη η επέκταση των ξένων γλωσσών στην Α΄ Δημοτικού συμβάλλει στην γλωσσική υποβάθμιση των μαθητών. Κατά τα λοιπά η εκπαίδευση παραμένει προσηλωμένη σε παλιές μεθόδους όπως η διατήρηση του ενός και μοναδικού συγγράμματος, η διατήρηση της γραπτής εξέτασης επί δοθείσης ύλης, η θεώρηση του πρότζεκτ ως ξεχωριστού μαθήματος, η εφαρμογή εξετάσεων που ελέγχουν κεκτημένη γνώση («ύλη») αντί της διαδικασίας μάθησης, η απόρριψη καινοτομιών όπως η αντεστραμμένη τάξη (που πολύ απλά δε μπορεί να εφαρμοστεί όταν πρέπει να καλύψεις «ύλη» για εξετάσεις με λοταρία (γιατί η πολυδιαφημιζόμενη «τράπεζα θεμάτων» λοταρία θεμάτων είναι κι όχι τράπεζα που θα μπορούσε να βοηθήσει τους εκπαιδευτικούς). Δε γίνεται πουθενά λόγος για μείωση του αριθμού των μαθητών ανά τμήμα, για εμπλουτισμό των σχολικών βιβλιοθηκών, για νέες μεθόδους διδασκαλίας, για πολλαπλό σύγγραμμα, για καθιέρωση τακτικής επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών που θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση και για την έναρξη μιας ουσιαστικής και εποικοδομητικής αξιολόγησης του εκπαιδευτικού και του έργου του. Πολύ περισσότερο δε γίνεται λόγος για κατάργηση των πανελλαδικών εξετάσεων.
Οι πανελλαδικές εξετάσεις αποτελούν μια σύλληψη των μεταρρυθμιστών του 1977 (εδώ και 45 χρόνια σχεδόν) που ανταποκρινόταν στις ανάγκες τις τότε εποχής. Χρειαζόταν ένα αδιάβλητο σύστημα και ταυτόχρονα μια διαδικασία που δεν θα απέκλειε εκ των προτέρων κανέναν από την πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Αυτό, όμως, ίσχυε τότε που η χώρα όχι μόνο είχε ανάγκη, αλλά, κυρίως, μπορούσε να απορροφήσει σχεδόν όλο το επιστημονικό δυναμικό που παρήγαγαν τα πανεπιστήμιά της.
Ο παγκοσμίως καταξιωμένος θεωρητικός της εκπαίδευσης σερ Κέννεθ Ρόμπινσον υποστηρίζει ότι εκείνη την εποχή το εκπαιδευτικό σύστημα είχε βασιστεί στην αρχή ότι αν κάποιος βάλει τα δυνατά του, εργαστεί σκληρά, περάσει στο πανεπιστήμιο και αποκτήσει ένα πτυχίο, θα έχει σίγουρα δουλειά.
Ο Άγγλος καθηγητής πιστεύει ότι η νέα γενιά δεν το πιστεύει αυτό πια. Οπωσδήποτε είναι καλύτερο να έχει κανείς ένα πτυχίο από το να μην έχει, αλλά η απόκτησή του δεν αποτελεί πλέον εχέγγυο εύρεσης εργασίας.
Ο Ρόμπινσον διαπιστώνει ότι η φαντασία και η δημιουργικότητα των παιδιών μειώνονται σταδιακά όσο μεγαλώνουν σε συνθήκες εντατικών διαγωνισμάτων και απομνημόνευσης και προτείνει αλλαγή της κυρίαρχης αντίληψης και νοοτροπίας. Οι απόψεις του δεν θα μπορούσαν να βρουν καλύτερη εφαρμογή από τις ελληνικές πανελλαδικές εξετάσεις.
Εδώ και σαράντα τόσα χρόνια βάζουμε τα παιδιά μας να υφίστανται ένα εξουθενωτικό (τόσο για την ψυχολογία τους όσο και για τη σωματική τους κατάσταση) πρόγραμμα με στόχο την επιτυχία στις πανελλαδικές εξετάσεις και την είσοδό τους στα πανεπιστήμια.
Κάποτε αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη σίγουρη επαγγελματική αποκατάσταση των εισαγομένων, τώρα όμως κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Παράλληλα η Μέση Εκπαίδευση έχει μετατραπεί σε «υπηρέτρια» της Ανώτατης («θεραπαινίδα» την είχε αποκαλέσει ο εγκυρότερος ίσως ιστορικός της εκπαίδευσης, Αλέξης Δημαράς), με σχεδόν μοναδικό στόχο την είσοδο στα πανεπιστήμια. Έτσι το απολυτήριο Λυκείου έχει χάσει την ουσιαστική του αξία, οι σπουδές στο Γυμνάσιο και το Λύκειο σχεδόν απαξιώνονται και όλοι ψάχνουν να βρουν τι φταίει ρίχνοντας το φταίξιμο στους κακούς ή αδιάφορους (τάχα μου) καθηγητές ή στους τεμπέληδες ή αδιάφορους μαθητές, ενώ στην πραγματικότητα το πρόβλημα είναι εντελώς διαφορετικό.
Τα παιδιά μας ήδη ξεκινούν ένα σκληρό αγώνα ζωής, τον πρώτο αλλά όχι και μοναδικό από όλους εκείνους που θα κληθούν να δώσουν μετά το σχολείο. Αξίζει να αναρωτηθούμε αν αυτό θέλουμε να έχουν ως ανάμνηση από τη μαθητική τους ζωή και αν αξίζει και στις επόμενες γενιές να εγκλωβίζονται σε ένα αδιέξοδο σύστημα μόνο και μόνο γιατί έχει χαρακτηριστεί (δικαίως) ως η μοναδική ίσως αδιάβλητη διαδικασία της χώρας μας (κάτι που δε μας τιμάει και πολύ ως χώρα!).
Πρωτίστως θα πρέπει να αναρωτηθούν οι υπεύθυνοι τι θα πρέπει να αλλάξει ώστε η εκπαίδευσή μας να ακολουθήσει τις διεθνείς εξελίξεις για να μη μείνουμε άλλα 100 χρόνια πίσω.
Εύχομαι καλή επιτυχία στα παιδιά και σε όσα δίνουν και σε όσα επέλεξαν να μη δώσουν, σε όσα θα περάσουν στις πανελλήνιες αλλά και σε όσα δεν θα περάσουν. Εύχομαι επιτυχία στη ζωή τους και στους στόχους τους, για να μπορέσουν να καταφέρουν να φτιάξουν μια Ελλάδα καλύτερη απ’ ό,τι τους την παραδίνουμε!