Καμιά άλλη σκηνή βίας δεν την ένιωσα τόσο κοντά μου. Σε καμιά άλλη δολοφονία δεν ένιωσα ότι μου λιγόστευε ο αέρας, βλέποντας ξανά και ξανά το βίντεο που ο άκαμπτος αστυνομικός δεν σήκωνε το πόδι του από το λαιμό του άτυχου Τζορτζ Φλόιντ.
Γράφω αυτό το άρθρο για δύο βασικά λόγους: Ο πρώτος είναι γιατί το μυαλό μου δεν μπορεί να κατανοήσει γιατί εκείνος ο αστυνομικός, αλλά και οι συνάδελφοί του, αφαίρεσαν τη ζωή – και δεν ήταν η πρώτη φορά – από έναν πολίτη μ’ αυτόν τον τρόπο. Συναισθανόταν εκείνος ο άνθρωπος τι έκανε; Άκουγε τα παρακάλια του θύματος και τις φιλικές έως αδελφικές εκκλήσεις των ανθρώπων που παρακολουθούσαν με την ψυχή στο στόμα; Τι είναι εκείνο που οδηγεί έναν άνθρωπο να ενεργεί σαν ρομπότ σε κανονικές συνθήκες, εννοώ χωρίς συνθήκες έντασης, θυμού, νεύρων, χωρίς να έχεις απέναντί σου έναν άνθρωπο με παραβατικά και προκλητικά χαρακτηριστικά;
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι καταναλώνουμε εδώ και χρόνια ειδήσεις, εικόνες, γεγονότα, χωρίς να μας ενδιαφέρει πια να καταλάβουμε τι συμβαίνει. Χωρίς να μας ενδιαφέρει να ερμηνεύσουμε συμπεριφορές, κίνητρα, αιτίες, καταστάσεις. Καταναλώνουμε παθητικά και άκριτα συγκλονιστικά γεγονότα που θα ‘πρεπε να μας αφυπνίσουν, να μας προβληματίσουν. Καταναλώνουμε τις ζωές μας, όπως καταναλώνουμε τα αναλώσιμα του σούπερ μάρκετ. Όχι, ούτε στην οικογένειά μου, ούτε στους φίλους μου, ούτε στους γνωστούς μου που συναντώ τέσσερις ημέρες τώρα, διέκρινα κάτι που να προσπαθεί να κατανοήσει τι κρύβεται κάτω από το ανέκφραστο πρόσωπο του αστυνομικού με το βλέμμα του πάγου, εκείνου του «μετα – ανθρώπου» με την επικίνδυνη εξουσία.
Σα να σ’ ακούω να ψιθυρίζεις «τι μας λες τώρα είναι πολύ μακριά η Αμερική, τι μας νοιάζει, εμείς εδώ έχουμε τα δικά μας!» Όχι φίλε μου, είναι πολύ πιο κοντά η Αμερική απ’ όσο νομίζουμε. Κι αυτή η αρρώστια που δεν μάθαμε ακόμη τ’ όνομά της αλλά που τρώει την ψυχή μας περίπου σαράντα χρόνια τώρα, κι αυτή κοντά μας είναι. Ή, μέσα μας.
Όχι, όχι, όχι. Δεν είναι μόνο η ανεξέλεγκτη αστυνομική βία, δεν είναι μόνο ο ρατσισμός. Εκείνη η φωνή που τρεμοσβήνει ακόμη στην άσφαλτο της απορρυθμισμένης καπιταλιστικής μητρόπολης, απευθύνεται στη λοβοτομημένη συνείδηση του καθενός μας και της ζητάει όχι άλλη φλυαρία και «ηχηρά μηνύματα», όχι άλλο πετροπόλεμο και χημικά, αλλά μια ειλικρινή υπόσχεση ν’ αλλάξουμε τον κόσμο μας.
Πως ανάμεσα στο θεοποιημένο παγγάρι της νεοφιλελεύθερης αγοράς και στη δογματική εκκλησία της αριστεράς πρέπει να αναγεννηθεί μια νέα πολιτικοηθική αφήγηση που να υπερβαίνει την αγκύλωση, την ιδιοτέλεια και το πρωτόγονο ένστικτο των πράξεών μας.