Συζητώντας κάποτε ο Κριτόβουλος με το Σωκράτη, του ζήτησε να του διδάξει πώς θα κάνει φίλους ενάρετους ανθρώπους.
Προσπάθησε, τον συμβούλεψε ο Σωκράτης, να γίνεις εσύ πρώτα ενάρετος και, αφού γίνεις, τότε επιχείρησε να κυνηγάς τη φιλία των ενάρετων ανθρώπων. Ίσως θα μπορούσα να σε βοηθήσω κι εγώ στο κυνήγι των ενάρετων, γιατί είμαι άνθρωπος της αγάπης· γιατί σε ανθρώπους που θα αγαπήσω ορμητικά παραδίνομαι ολόκληρος, ώστε αγαπώντας τους να με αγαπούν κι αυτοί και ποθώντας τους να με ποθούν το ίδιο κι επιθυμώντας τη συναναστροφή τους να επιθυμούν το ίδιο κι αυτοί τη δική μου παρέα. Βλέπω όμως πως κι εσύ θα έχεις αυτή την ανάγκη, όταν επιθυμήσεις να συνάψεις φιλία με κάποιους· μη μου κρύβεις, λοιπόν, εκείνους με τους οποίους θα ήθελες να γίνεις φίλος· γιατί νομίζω πως, επειδή φροντίζω να αρέσω σε όποιον μου αρέσει, έχω πολλή πείρα στο κυνήγι των ανθρώπων.
Κι όμως, Σωκράτη, είπε ο Κριτόβουλος, εγώ αυτά τα μαθήματα από πολύν καιρό τα επιθυμώ, αλλά αμφιβάλλω αν η ίδια αυτή η γνώση θα μου είναι αρκετή για να κατακτήσω και τις ψυχές των αγαθών και τα σώματα των ωραίων ανθρώπων.
Μα τα δικά μου μαθήματα, Κριτόβουλε, του είπε ο Σωκράτης, δε δίνουν την ικανότητα σε κανέναν, με το να απλώνει τα χέρια του, να κάνει τους ωραίους να δέχονται τη φιλία του. Έχω μάλιστα την πεποίθηση πως γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο οι άνθρωποι απέφευγαν τη Σκύλα, γιατί τους άπλωνε τα χέρια· τις σειρήνες αντίθετα, επειδή ως γνωστόν σε κανέναν δεν άπλωναν τα χέρια, αλλά από μακριά σ’ όλους τραγουδούσαν επωδές, λένε πως όλοι και τις δέχονταν και γοητεύονταν να τις ακούνε.
Με τον όρο ότι δεν πρόκειται ν’ απλώσω τα χέρια μου, του είπε ο Κριτόβουλος, αν έχεις κάτι ωφέλιμο σχετικά με τον τρόπο που αποκτούμε τους φίλους, να μου το διδάξεις.
Λοιπόν, ούτε με το στόμα σου θα πλησιάσεις το στόμα του άλλου; τον ρώτησε ο Σωκράτης.
Ασφαλώς, απάντησε ο Κριτόβουλος. Ούτε με το στόμα μου θα πλησιάσω το στόμα κανενός άλλου, αν δεν είναι ωραίος.
Βλέπεις, λοιπόν, Κριτόβουλε, του είπε ο Σωκράτης, μόλις τώρα είπες πως θα κάνεις το αντίθετο από αυτό που σε συμφέρει. Γιατί οι ωραίοι δεν τα υπομένουν αυτά, ενώ οι άσχημοι τα δέχονται με ευχαρίστηση, επειδή νομίζουν πως για την ποιότητα της ψυχής τους ονομάζονται ωραίοι.
Με τον όρο ότι τους ωραίους θα τους αγαπήσω και τους αγαθούς θα τους υπεραγαπήσω, έχε μου εμπιστοσύνη και δίδαξέ με τα μέσα με τα οποία θα αποκτήσω φίλους, συνέχισε ο Κριτόβουλος.
Του είπε αρκετά ο Σωκράτης για το πραγματικό νόημα της φιλίας, τονίζοντας πως καλό θα του κάνει να τον κατηγορεί σ’ αυτούς που θέλει να κάνει φίλους και να μην επιδίδεται σε επαίνους και εγκώμια. Ανέφερε μάλιστα και κάτι που άκουσε από την Ασπασία, τη γυναίκα του Περικλή, σχετικά με τις προξενήτρες. Έλεγε δηλαδή η Ασπασία πως οι καλές προξενήτρες, όταν βέβαια λέγοντας την αλήθεια διαδίδουν, δεξιά και αριστερά, τα προτερήματα των υποψήφιων γαμπρών, είναι φοβερές στο να συνάπτουν ανθρώπους σε γάμο, δε θέλουν όμως να επαινούν λέγοντας ψέματα. Γιατί, όσοι εξαπατηθούν, μισούν ο ένας τον άλλον, αλλά μισούν επίσης και την προξενήτρα. Επειδή, λοιπόν, ολοκλήρωσε ο Σωκράτης, και εγώ πείστηκα σ’ αυτά, νομίζω πως σωστό είναι να μη μου επιτρέπεται να λέω για σένα, όταν σε επαινώ, τίποτε που να μην είναι αλήθεια.
(Ξενοφώντος, Απομνημονεύματα, Β΄, VI, 28 – 36)