(παρέμβαση στο δημόσιο διάλογο για τη προμελέτη)
Του Γιάννη Γρηγοριάδη*
Στις σύγχρονες κοινωνίες αυτό που πολλές φορές ενώνει της τοπικές αρχές και την αρχιτεκτονική είναι η δημιουργία και η αναπαράσταση της «θεσμικής αμηχανίας». Μια αμηχανία που προβαλλόμενη στον άνθρωπο, τον διαπερνά και τον επηρεάζει, όταν κάποτε και κάπου αλλού ξεπερνούσε τέτοιου είδους αγκυλώσεις, μέσω της άμεσης απεύθυνσης στον χρήστη και στο τοπίο.
Το Ξενία στη Άρτα είναι ένα έργο του Δ. Ζήβα, που πάντα εργαζόταν ως διανοούμενος του τοπίου και στοχαστής του ιστορικού αποτυπώματος, σίγουρα δεν είναι ένα αμήχανο δημιούργημα. Έθεσε με παραδειγματικό τρόπο τα ζητήματα της ένταξης και της σχεδιαστικής/αρχιτεκτονικής οικονομίας ως ζητούμενα της μοντέρνας Ελληνικής αρχιτεκτονικής.
Η ένταξη στην αρχιτεκτονική δεν είναι μόνο τα αντικειμενικά χαρακτηριστικά ενός κελύφους σε σχέση με έναν τόπο. Είναι και ένα πλέγμα υποκειμενικών στοιχείων που τα γεννά ο χρόνος και αναδεικνύουν τη συλλογική συνείδηση του χρήστη, προβάλλοντας εμφατικά τα χαρακτηριστικά της ταυτότητας του τόπου. Τα 60 χρονιά ζωής του Ξενία, δυνάμωσαν τις ρίζες αυτής της ένταξης πέρα από την αρχιτεκτονική, συμβάλλοντας καθοριστικά στην συγκρότηση αυτής της ταυτότητας. Οι φθορές στα υλικά έγιναν συσσωρευτές μνήμης και αφηγήσεων και ο διάλογος με το μεσαιωνικό κάστρο δεν είναι μια απλή παράθεση ιστορικών αντιθέσεων αλλά ένα αφομοιωμένο αρμονικό σύνολο.
Η επανάχρηση ως πρακτική αξιοποίησης του υπάρχοντος, με νέες χρήσεις των υφισταμένων κτιρίων, με αχνότερα τα ενεργειακά αποτυπώματα, είναι μία δοκιμασμένη πρακτική. Ευρύτατα διαδεδομένη στις Ευρωπαϊκές πόλεις εδώ και αρκετές δεκαετίες. Στην Ελλάδα το ενδιαφέρον για τις αποκαταστάσεις κτιρίων και τις λειτουργικές επαναχρήσεις τους, ξεκίνησε εδώ και είκοσι περίπου χρόνια και με εντατικούς ρυθμούς την τελευταία δεκαετία, κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης. Η επανάχρηση, όμως, οφείλει να αξιολογεί σχολαστικά τις πρακτικές και τα ζητήματα τόσο της μνήμης, όσο και της ταυτότητας του τόπου.
Όταν, λοιπόν, η «αμήχανη σύμπραξη» της εξουσίας με την αρχιτεκτονική αδυνατεί να αφουγκραστεί τις ανάγκες μας, αποδυναμώνει αυτό το ρίζωμα, προτείνει την επανάχρηση ενός κελύφους με νέες λειτουργίες και κτιριολογικά προγράμματα που φαινομενικά απευθύνονται σε όλους, ενώ στην πραγματικότητα τρέφουν την αυταρέσκεια και τον ναρκισσισμό. Χωρίς προβληματισμό αλλά με τη σιγουριά του ατυράννιστου «κοινώς αποδεκτού», προκηρύσσονται διαγωνισμοί για κοινωνικά/ πνευματικά/ πολιτιστικά κέντρα, απουσία της κοινωνίας. Όταν στη συνέχεια η Αρχιτεκτονική παραλαμβάνει την σκυτάλη της αμηχανίας, επαναλαμβάνει με την σειρά της, τις άνευ δεδομένων χειρονομίες, παρεμβαίνοντας απρόσκοπτα στην επιδερμίδα και στα υλικά του ενός κτιρίου, αλλοιώνοντας τον χαρακτήρα του, με σκοπό τον σχεδιασμό ηλιόλουστων χώρων με ευρύχωρες αίθουσες πολλαπλών χρήσεων, γνωρίζοντας ότι δεν θα γεμίσουν ποτέ με ζωή.
Η Αρχιτεκτονική αναπτύσσεται και γίνεται σημαντική μέσα από τον συνεχή επαναπροσδιορισμό των πεποιθήσεών της. Σε ένα πλεόνασμα ελευθερίας σχεδιασμού και επινοητικότητας των χρήσεων και λειτουργιών, αντιστοιχεί ένα πλεόνασμα αβεβαιότητας. Σε ένα πλεόνασμα οικονομικών «ευκαιριών» αντιστοιχούν οι απειλές κατακερματισμού και ξεριζώματος της ταυτότητας τόπων και ανθρώπων.
*Ο Γιάννης Γρηγοριάδης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής ΕΜΠ