-Μάνα μου, σκιάζομαι πολύ/ Μη πεθαμένοι βγούνε./ -Σώπα, παιδάκι μου οι νεκροί/ την πλάκα τους βαστούνε./ Δ. Σολωμός
Μήπως είναι χρέος μας, κάπου-κάπου στην πορεία του ανελέητου χρόνου, να συναντούμε και τη σιωπή του παράλληλου κόσμου; Να διαβαίνουμε, έστω με δισταγμό και πόνο ψυχής, τα μονοπάτια των δακρύων, των αναστεναγμών, της φυσικής νομοτέλειας;
Θα σταθούμε για λίγο ευλαβικά σε όσους «αναχώρησαν», να ξετυλίξουμε ατομικές ιστορίες από τα επίγεια και κατά την έξοδο από το κοιμητήριο να νιώσουμε γαλήνιοι εκτιμώντας το μεγάλο δώρο της ζωής (και ειδικά σε εποχές πανδημίας).
Πρώτα θα κάνουμε το σημείο του σταυρού και, ίσως, ανάψουμε κάποιο κερί ή καντήλι. Η σκέψη του θανάτου μάς κάνει να υποφέρουμε. Πολύ θα θέλαμε όλα αυτά να μην μας αφορούν και να αφήσουν ήσυχη την μακαριότητα μας!
Ξεκινάμε την περιπλάνηση μέσα σε συμμετρικές αράδες κι αρχίζουμε να γυρίζουμε το χρόνο προς τα πίσω αρνούμενοι τα μελλούμενα… Ωστόσο, ένα είναι σίγουρο: θα υπάρξει και για μας μια θέση εκεί μέσα. Κάποια πουλιά από το γειτονικό δάσος έχουν στήσει μια πολυφωνική προσευχή.
«Σπίτια» δυο τετραγωνικών και μέσα οι ένοικοι, που κάποτε στην είσοδό τους συνόδευσαν θρήνοι και σπαραγμοί. Η χτισμένη έκφραση του ανθρώπινου πόνου. Η ψυχή ήθελε κάπου να ακουμπήσει και η παράδοση να κρατηθεί ζωντανή. Αρχοντόσπιτα και φτωχόσπιτα. Πουθενά κλειδαριές και ρόπτρα. Ψυχρό το λείο μάρμαρο, κι ας είναι και γρανίτης. Μόνο μερικά λουλούδια αφημένα από χέρια ευλαβικά.
Προχωράς συλλογισμένος και από τον πυθμένα της μνήμης ξεσηκώνεις ονόματα που πέρασαν και μας λείπουν. Άλλους τους ζήσαμε και άλλους θέλουμε να τους επινοήσουμε. Κάποιους θα τους έχουμε πάντα στα φύλλα της καρδιάς μας. Καρφώνονται τα μάτια σε μια φωτογραφία ή σε γράμματα χαραγμένα πάνω στην κρύα πλάκα. Γιοφύρια οι λίγες λέξεις που συνδέουν γενιές. Το βιαστικό πέρασμα από τις γειτονιές του κόσμου των περισσότερων είναι γραμμένο μόνο στη μνήμη των εν ζωή συγγενών. Καμία κιτρινισμένη σελίδα βιβλίου δεν έχει να αναφέρει κάτι γι’ αυτούς. Παραδίπλα οι άρχοντες, οι διάσημοι, οι ήρωες. Μία και λιτή η επιγραφή αναφοράς για όλους. Απόλυτη ησυχία και στους οικογενειακούς τάφους ή καλύτερα στις οικογενειακές συνάξεις. Κανείς ζωντανός δεν ταράζει τη γαλήνη τους και τις αγαπημένες τους σχέσεις.
Όλοι δούλοι του θανάτου -γιατί οι Θεοί δεν κάνουν διακρίσεις- προερχόμενοι από ένα επίγειο ταξίδι. Εξαϋλώνεται η σάρκα και μένουν λίγα οστά στη μάνα γη. Ο βίος των θνητών σε δυο γραμμές. Κι αυτοί που γερνούν αλώβητοι και αυτοί που φεύγουν νέοι. Καλπάζουν τα ανθρώπινα όνειρα, αλλά κόβεται η χαρά της ζωής και η δημιουργία απότομα. «Φεύγοντας» αφήνουμε πίσω μας προσδοκίες, έρωτες που μας πλάνεψαν, μυστικά, υποχρεώσεις, εκκρεμότητες, ανεκπλήρωτα όνειρα. Άλλοι το δάνειο της ζωής το σπαταλήσαμε και άλλοι το επενδύσαμε. Τι κρίμα που ο προσωπικός μας λογαριασμός με τη Θεότητα μοίρα κλείνει τόσο γρήγορα!
Η μικρή περιπλάνηση στους στενούς διαδρόμους με απουσία ζωής πάει προς την ολοκλήρωση. Πολιτιστική κληρονομιά η συνομιλία με τους νεκρούς. Διασχίσαμε μια ολόκληρη πολιτεία από αναπαυτήρια. Σου μένει «η ανάσα της», η ιστορία της, ο βιωμένος χρόνος, η δική της γλώσσα. Ένας κόμπος σε πνίγει, τα βλέφαρα βαραίνουν και μια πικρή αίσθηση σε συνοδεύει στην έξοδο. Μνημειακές αισθητικές και σκέψεις υπαρξιακές μέχρι την πόρτα του αυτοκινήτου. Για λίγο ο λαμπρός ήλιος θα σαρκάσει τις ματαιοδοξίες μας. Όμως εμείς δε θα δώσουμε σημασία. Φεύγοντας θα ακολουθήσουμε την λεωφόρο της αθανασίας…