«Τι θα κάνουμε, λοιπόν, με το Ξενία στο Κάστρο;». Αυτή η ερώτηση ενώνει κατά βάθος όλους τους Αρτινούς, παρά τις έντονες αντιπαραθέσεις μας.
Η ιστορία είναι λίγο πολύ γνωστή. Το 2016, το Δημοτικό Συμβούλιο ενέκρινε τη διενέργεια διαγωνισμού για τη μακροχρόνια εκμίσθωση του Ξενία και την επαναλειτουργία του ως ξενοδοχειακή μονάδα. Αργότερα μέσα στην χρονιά, το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο (ΚΑΣ) απέρριψε την πρόταση του Δήμου Αρταίων και η Εφορεία Αρχαιοτήτων με τη σειρά της πρότεινε μετατροπή του σε Πολιτιστικό Κέντρο.
Τελικά, βρέθηκε πρόγραμμα ΕΣΠΑ, στο οποίο εντάχτηκε το Ξενία με πρωτοβουλία του Δήμου που προβλέπει την δημιουργία καφέ-εστιατορίου στο ισόγειο, την δημιουργία Δημοτικής βιβλιοθήκης, την λειτουργία Δημοτικού Ωδείου, την δημιουργία σκηνής για μουσικές και καλλιτεχνικές εκδηλώσεις και παρεμβάσεις στον περιβάλλοντα χώρο. Πριν λίγες ημέρες παρουσιάστηκε στο κοινό η προμελέτη αυτής της επέμβασης στο ιστορικό κτίριο. Οι δημότες μπορούν για ένα μήνα να στέλνουν στο Δήμο τις εντυπώσεις, τις ενστάσεις, και τις προτάσεις τους, γεγονός που μπορεί να ανοίξει έναν όμορφο και ενδιαφέροντα διάλογο για το μέλλον της πόλης μας.
Πώς όμως μπορεί να κριθεί η αρχιτεκτονική ποιότητα ενός κτιρίου; Οι θεωρητικοί και κριτικοί της αρχιτεκτονικής μπορεί να κρίνουν ένα έργο με διαφορετικούς τρόπους. Μπορεί, για παράδειγμα, να επικεντρωθούν στην εννοιολογική πτυχή του κτιρίου, δηλαδή στον τρόπο με τον οποίο ανταποκρίνεται στο πολιτιστικό του περιβάλλον. Στη δική μας περίπτωση, την «υποχρέωση» να διαπραγματευτεί μ’ αυτό που ήδη υπάρχει, ένα κτίριο που αποτελεί ιστορικό τοπόσημο για την πόλη της Άρτας.
Θα μπορούσε, επίσης, κάποιος να κρίνει ένα κτίριο βάσει του τρόπου που ο αρχιτέκτονας επίλυσε τις λειτουργικές απαιτήσεις του κτιριολογικού προγράμματος. Άλλη πτυχή είναι η κατασκευαστική, δηλαδή η επιλογή υλικών, κατασκευαστικών μεθόδων κτλ. Θα μπορούσε, επίσης, κάποιος να εξετάσει τον τρόπο που ένα κτίριο είναι χωροθετημένο, την σχέση του με τον περιβάλλοντα χώρο, τον αστικό ιστό, το τοπίο, τον τρόπο που χρησιμοποιεί το φως κτλ. Άλλος σημαντικός παράγοντας, ειδικά για προμελέτες εφόσον δεν υπάρχει το υλοποιημένο κτίριο, είναι ο τρόπος με τον οποίο ο αρχιτέκτονας επικοινωνεί την ιδέα του, πώς δηλαδή μεταφέρει στο κοινό το λόγο που το κτίριο θα πρέπει να κτιστεί μ’ αυτόν τον συγκεκριμένο τρόπο και όχι με κάποιον άλλο.
Τέλος, ένα κτίριο θα μπορούσε να αξιολογηθεί σε σχέση με την ιστορία της δικής του επιστήμης, της αρχιτεκτονικής, και να εξετάσουμε πώς το συγκεκριμένο παράδειγμα σχετίζεται με άλλα παραδείγματα ίδιας τυπολογίας. Κάθε μία από αυτές τις πτυχές αξιολόγησης, έχει αξία από μόνη της και πολλές φορές ένας αρχιτέκτονας μπορεί να βασίσει τον συνολικό σχεδιασμό ενός κτιρίου πάνω σε κάποια από αυτές. Αυτά που ονομάζουμε αριστουργήματα της παγκόσμιας αρχιτεκτονικής συνδυάζουν όλες αυτές τις πτυχές με τέτοιο τρόπο ώστε από όποια οπτική και αν εξετάσουμε το κτίριο, αυτό να ικανοποιεί την ανάγκη που τέθηκε.
Βάσει αυτών των κριτηρίων, λοιπόν, και όχι με βάσει το προσωπικό μας γούστο, πως μπορεί κάποιος να αξιολογήσει την προμελέτη του Ξενία που παρουσιάστηκε; Δυστυχώς, η προμελέτη αποτυγχάνει να ικανοποιήσει έστω και ένα από αυτά τα κριτήρια που θέσαμε. Καμία βασική ιδέα δεν καθοδηγεί τον σχεδιασμό του κτιρίου όσον αφορά την σχέση του με το παλιό Ξενία σχεδιασμένο από τον αρχιτέκτονα Διονύση Ζήβα. Η προμελέτη, μη κατανοώντας το κτίριο, το οποίο καλείται να ανασχεδιάσει, «τοποθετείται» απέναντι σ’ αυτό αδέξια. Ούτε προσφέρει μια ξεκάθαρη διαφοροποίηση, ούτε επιχειρεί μία προσπάθεια συντήρησης και ανάδειξής του. Κτιριολογικά, το κτίριο προσφέρει μία λύση μετριότατου επιπέδου στις προγραμματικές απαιτήσεις. Η πιλοτή κλείνει και γίνεται βιβλιοθήκη, οι βοηθητικοί χώροι παραμένουν στο ισόγειο, το ίδιο και το εστιατόριο-καφέ, στο πίσω μέρος του οποίου τοποθετείται ο χώρος εκδηλώσεων. Τα παλιά δωμάτια του ξενοδοχείου μετατρέπονται σε χώρους με ευφάνταστες χρήσεις, όπως χώρος ηρεμίας, ερευνητικός χώρος, χώρος έμπνευσης…
Ο βιασμός της αρχικής μορφής του κτιρίου με το κλείσιμο της πιλοτής, θα μπορούσε να δικαιολογηθεί από μία πρόταση ισάξιας αρχιτεκτονικής αξίας. Στην περίπτωση, όμως, της προμελέτης, αυτό αποτελεί μία εύκολη λύση αποφυγής του προβλήματος, δηλαδή της τοποθέτησης των νέων χρήσεων στον παλιό σκελετό του κτιρίου. Το ίδιο πρόχειρη είναι και η κατασκευαστική πρόταση. Ειδικά στην εποχή μας, με τα περιβαλλοντικά προβλήματα που αντιμετωπίζουμε και την έλλειψη πόρων, δεν υπάρχει καμία αναγνώριση της αναγκαιότητας εφαρμογής αρχών βιωσιμότητας στον σχεδιασμό και την κατασκευή. Η προμελέτη δεν προσφέρει, επίσης, καμία εξήγηση για τον τρόπο που το νέο κτίριο θα συνδέεται με το ιστορικό του περιβάλλον, το κάστρο, και την πόλη. Χωρίς ανάλυση, χωρίς διαγράμματα, έχουμε στη διάθεσή μας μόνο κακοφτιαγμένες τρισδιάστατες αναπαραστάσεις που θα μπορούσε να δημιουργήσει καλύτερα ένας πρωτοετής φοιτητής αρχιτεκτονικής σε ένα Σαββατοκύριακο. Από μόνη της αυτή η αναπαράσταση είναι αρκετή για να μπορέσει κάποιος να εικάσει την έλλειψη ενδιαφέροντος γι’ αυτό το ιστορικό τοπόσημο της πόλης που χαρακτηρίζει την προμελέτη. Παρόμοια, αγνοούνται σύγχρονες εξελίξεις στον σχεδιασμό πολιτιστικών κέντρων, προσφέροντας στην Άρτα μία μέτρια απομίμηση ξεπερασμένου πλέον αρχιτεκτονικού ρεπερτορίου.
Η αντίθεση με το κτίριο του παλιού Ξενία είναι ολοφάνερη. Αυτό κτίστηκε ακολουθώντας τις τελευταίες εξελίξεις της αρχιτεκτονικής, προσφέροντας στην Άρτα το όραμα του εκμοντερνισμού και την ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον. Γι’ αυτό και όλοι το αγαπάμε. Για την αισιοδοξία που μας έδωσε! Το Ξενία της Άρτας μπορεί να συνεχίσει να μας δίνει πολλά, αν το καταλάβουμε και το σεβαστούμε. Αυτό είναι άλλωστε και το μυστικό της καλής αρχιτετεκτονικής. Δεν αποτελεί πολυτέλεια, αλλά προστιθέμενη αξία.
*Η Χριστίνα Παπαδημητρίου είναι αρχιτέκτονας-αρχαιολόγος, διευθύντρια του Ινστιτούτου Ελληνικής Αρχιτεκτονικής