Την αλλιώτικη Πασχαλιά που πέρασε, «έφυγε» για άλλους κόσμους αθόρυβα, αιφνίδια και απροσδόκητα -προφανώς από ανακοπή- ένας εξαιρετικός συμπολίτης μας: ο πολύ αγαπητός Κώστας Καραβασίλης χωρίς τίτλους και παράσημα. Ένας υπηρέτης του πολιτισμού, της ανθρωπιάς και του αθλητισμού.
Παρά το προχωρημένο της ηλικίας του, απολάμβανε τη ζωή του σαν ένας πενηντάρης. Ηθικός, δίκαιος, ευγενικός, μειλίχιος, απλός, άριστος οικογενειάρχης, πάντα ντυμένος με ένα μελαγχολικό χαμόγελο, συνεπής χαρακτήρας, ο ορισμός της αθωότητας! Παντρεμένος με την αγαπημένη του Ειρήνη, ευτύχησαν να αποκτήσουν δυο υπέροχα και καταξιωμένα παιδιά. Την Αρετή και τον Βασίλη. Γυμνάστρια η κόρη και γιατρός στο Ηνωμένο Βασίλειο ο γιός. Πολύ αναγνωρίσιμα και τα δυο στην κοινωνία μας.
Η ταπεινή καταγωγή του δεν του επέτρεψε λόγω κοινωνικών φρονημάτων να πραγματοποιήσει το όνειρο της ζωής του: να σπουδάσει στη Γυμναστική Ακαδημία, παρότι είχε περάσει σ’ αυτή με εξετάσεις.
Είναι πολύ δυνατές οι αναμνήσεις και συγκινήσεις που μας άφησε ο Κώστας από την κοινή μας θητεία στο χορευτικό τμήμα του Αι Μάρκου τη δεκαετία του ογδόντα, με καθηγήτρια την αξέχαστη Μαρία Παπακώστα. Μανιώδης αναγνώστης του «Ταχυδρόμου» και ισόβιος εραστής του «σκαραβαίου», που τον αποχωρίστηκε μόνο με τον θάνατο του.
Ταυτίστηκε ο Κώστας με τα υψόμετρα και γνώρισε κατά καιρούς όλα τα βουνά της πατρίδας μας. Αγάπησε την ήπια ορειβασία και τη μαραθώνια πεζοπορία. Του πετρωνόταν η καρδιά όταν ήταν κλεισμένος στο υαλοπωλείο της οδού Σκουφά ή μέσα στο διαμέρισμα. Έρωτας, πάθος, ανάγκη το βουνό. Νόστος και φως. Του «έπαιρνε» το νου και ήθελε να του σηκώνει το σώμα ψηλά στις απλωσιές και τα γκρεμοτόπια και από εκεί να μπορεί να βλέπει τον κόσμο με άλλα μάτια. Αισθανόταν ένας μικρός Θεός κοντά στην καθαρότητα του βαθυγάλαζου ουρανού.
Ήθελε να ακούει τη γλώσσα των βουνών, να ακουμπά τη φύση στις μοναχικές κορφές, που είναι πιο καθαρές από τους ανθρώπους. Η κορυφή ήταν ο στόχος, ήταν το βάλσαμο. Εκεί απολάμβανε τη βαζούρα της απόλυτης ησυχίας και έμπαινε σε σιωπηλούς διαλόγους με τους σμιλεμένους γυμνούς όγκους. Με αυτή τη θαυματουργή τέχνη του ήλιου, του αέρα, της βροχής. Μια μοναδική αύρα γαλήνευε την ψυχή του και αφηνόταν στην αίσθηση του απέραντου.
Ξόδευε ποτάμια από ιδρώτα, μπέρδευε λέξεις και συλλαβές, χανόταν στους ορίζοντες και πετούσε, πετούσε, πετούσε… Ήταν οδηγός βουνού και ήξερε τις στράτες καλά. Ήξερε τα διάσελα και τις απότομες χαράδρες. Ήξερε ακόμη καλά να τρυπώνει στα ελατοδάση, όταν το έκρινε απαραίτητο. Διάβαζε τον καιρό και οι κουρτίνες της ομίχλης ποτέ δεν του έκοβαν τα περάσματα.
Σύμβολο για τον Καραβασίλη το διαιώνιο Ξεροβούνι. Άφηνε το «χελωνάκι του» στην Κιάφα κι ανέβαινε τακτικότατα στην κορυφή. Ξεκινούσε την ανάβαση πριν τα χαράματα και, προτού προλάβει ο ήλιος να ροδίσει, αυτός είχε μεσιάσει την απόσταση. Πότε το εύρισκε καθαρό και πότε ανταριασμένο. Ποτέ δε δείλιαζε, αλλά απολάμβανε το χάδι του και την απέραντη αγκαλιά. Ήταν ο απόλυτα δικός του φιλόξενος τόπος. Πρόσεχε τα βήματά του, πατούσε ανάλαφρα, είχε τα σημάδια του και είχε μαρκάρει τους ίσκιους για να ξαποσταίνει. Χαρακτηριστικά του στοιχεία το πείσμα, η δύναμη, η θέληση και η αντοχή.
Ο άνθρωπος – πουλί, που έστηνε ψαλμωδίες με τις βουνίσιες πέρδικες, ήλθε ανέλπιστα η ώρα να γείρει ξαφνικά το κορμί του στο χώμα και να βυθισθεί στην ανυπαρξία. Απορία και σοκ έφερε η αναχώρησή του όχι μόνο στους δικούς του, μα και στα ουράνια σώματα. Σίγουρα θα ήθελε για αιώνιο κρεβάτι ένα μισοφέγγαρο, μια πανσέληνο, έναν λαμπρό ήλιο. Θρηνούν μαζί με την Ειρήνη, που έχασε τον σύντροφο της, και τα αγαπημένα του βουνά, που έχασαν τον καλό τους φίλο. Χιλιάδες χρόνια θα διαβαίνουν, αυτά θα εξακολουθούν να ορθώνονται ως ακίνητοι πέτρινοι γίγαντες, και στο ημερολόγιό τους θα μένει χαραγμένο το όνομα του Κώστα.
ΥΓ: Δε θέλω να παρεξηγηθώ για τις λέξεις που χρησιμοποίησα. Δεν ήταν υπερβολικές και δεν έφτιαξαν μια αγιογραφία. Αυτός ήταν ο Κώστας για όσους τον γνώρισαν. Αυτή ήταν η ζωή του.