Κι ήταν μια παράξενη περηφάνια να ’σαι ξυπόλυτος και να σκληραγωγείσαι στην άγρια κι άσπλαχνη πολλές φορές φύση. Δημήτρη Βλαχοπάνου «Πηγάδια και πήγασοι»

Δεν ανοίγουμε καμιά φορά το βιβλίο της ζωής μας, να το ξεφυλλίσουμε και να σταθούμε σε σελίδες με καλά και γλυκά παιδικά συναισθήματα; Πολλές φορές τη νιώθουμε αυτή την ανάγκη. Και πέφτουμε στη σελίδα με τα καινούργια παπούτσια της Λαμπρής!
Μας τα έφερνε η μάνα απ’ την πόλη και μοσχοβολούσαν πασχαλιά. Καφέ δερμάτινα και γυαλιστερά για την περίσταση. Ευτυχία απερίγραπτη! Τεράστιο δώρο που μας έκανε να χαιρόμαστε τη ζωή. Τα χαϊδεύαμε, τα κοιτάζαμε με τις ώρες και τα καμαρώναμε. Δεν ήταν φιρμάτα κι ούτε ξέραμε απ’ αυτά. Μόνο ακούγαμε για παπουτσάδικα, υποδηματοποιεία επί το επισημότερο, όπως Κουτσούμπα, Τσιτσιμπρίκο, Κατσιώρα, Φτωχομάνα. Μόδα για τις παλιές εποχές ήταν η ξυπολυσιά.
Ο γονιός έπρεπε να υποφέρει πολύ για να μας τα αγοράσει. Η φαμιλιά μεγάλη, οι ανάγκες πολλές και η προτεραιότητα στρεφόταν στα απολύτως απαραίτητα. Το παιδί έπρεπε να φοράει καλά παπούτσια στις μεγάλες γιορτές. Κι έπρεπε να έχουν και χονδρή σόλα, για να ποδοπατούν καλύτερα την ανέχεια και να γράφουν τις μικρές τους ιστορίες στους δρόμους. Μια η σάρκα-φορεσιά, ένα ζευγάρι τα παπούτσια μας. Μας αρκούσε το λίγο και νιώθαμε σαν να είχαμε πολλά. Δεν αισθανόμασταν τον πλούτο ή τη φτώχια, γιατί δεν είχαμε μέτρο σύγκρισης. Ήμασταν παιδιά του ίδιου Θεού κι ελεύθερα. Είχαμε τις ίδιες πατούσες και αφήναμε το ίδιο ίχνος στο χώμα που πατούσαμε.
Θα τα φορούσαμε να βγούμε στη γειτονιά, στην πλατεία, στο σχολείο και καμιά φορά κρυφά στο παιγνίδι. Είχαμε τη μεγάλη ευθύνη να τα διατηρούμε καθαρά, γιατί έλειπε απ’ το σπίτι το βερνίκι της ευμάρειας και, πολύ περισσότερο, της κενοδοξίας… «Έγραφαν» στο χρόνο μας, γιατί ήταν το σύνεργο για το παιδικό μας παιγνίδι. Κι οι δικοί μας ούρλιαζαν όταν μας έβλεπαν να κλωτσάμε καμιά μπάλα.
Παραθέτω μια μικρή-πικρή προσωπική εμπειρία: ένα φιλόξενο πλάτωμα του δάσους και μια ωραία ανοιξιάτικη μέρα, έσμιξαν το δικό μας σχολείο με ένα γειτονικό. Ήταν μια καλή ευκαιρία και για ένα «διπλό», όπου θα ξεδιπλώναμε και τις ποδοσφαιρικές μας αρετές. Τα αγόρια στον αγώνα και τα κορίτσια στην… πράσινη εξέδρα με φανατισμό. Εγώ φορούσα τα γυαλιστερά μου δερμάτινα, που μου τα είχαν φέρει πριν από λίγες μέρες. Περιττό να τονίσω τη βεβαιότητά μου ότι τα κορίτσια κοίταζαν περισσότερο τα δικά μου πόδια… Ο ενθουσιασμός ήταν απερίγραπτος, με αποτέλεσμα να βλέπω τεράστιο το τέρμα και να βάλω και πολλά γκολ… Για την ιστορία, κερδίσαμε. Όμως τα καλά πατούμενα γδάρθηκαν και η μακαρίτισσα μάνα μου, όταν πήγα σπίτι, με έκανε του… αλατιού! Δικό της το φταίξιμο, γιατί δεν είχε φροντίσει να μου πάρει και πεντέξι ζευγάρια αθλητικά…
Μεγάλωνε γρήγορα το πόδι μας κι άρχιζαν μετά τα παπούτσια να μας στενεύουν και να γεμίζουν φουσκάλες τα δάκτυλά μας. Δυστυχώς οι κατασκευαστές δεν έβαζαν ημερομηνία λήξης. Έπρεπε μ’ αυτά να πορευτούμε για πολύ καιρό, ακόμα και με σόλες ξεφτισμένες. Και το αγριοκαίρι δεν αστειευόταν. Παρ’ όλα αυτά, εμείς συνεχίζαμε να τα αγαπάμε και να κρατάμε με πάθος τη χαμένη γυαλάδα τους. Η μικρή μας κοινωνία ήταν φωταγωγημένη με παιδικά χαμόγελα και χαρούμενες φωνές με ή χωρίς παπούτσια στα πόδια.
Τώρα που μεγαλώσαμε και ρυτιδώσαμε, προσπαθούμε να απαλλαγούμε από τα αχρείαστα πολλά ζευγάρια που γέμισαν τις παπουτσοθήκες. Το ντύσιμο και η υπόδηση είναι ένας καλλωπισμός για να καλύπτει ματαιοδοξίες και ανασφάλειες. Ο παραλογισμός έγινε κανονικότητα. Ψήλωσαν τα τακούνια, και η ανάγκη μας να δουν οι άλλοι τι φοράμε ακόρεστη.
Τα σημερινά παιδιά καλό θα ήταν ν’ αγαπήσουν την αλήθεια της ζωής και να μάθουν την «οριακή χρησιμότητα», στην οποία αναφέρεται συχνά πυκνά ο καλός μου φίλος Γιώργος Ζέρβας. Να συνηθίσουν το απαραίτητο που υπηρετεί μόνο τον άνθρωπο και τις πολιτιστικές του αισθητικές. Αλλά πώς;

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ