Ο Κώστας Καραβασίλης έμελλε να φύγει εν μέσω πανδημίας και σε συνθήκες καθολικής καραντίνας. Δεν ήταν άρρωστος, δεν νόσησε απ’ τον ιό, δεν ανήκε σε ευπαθή ομάδα, παρά τον αριθμό που δήλωνε η ταυτότητά του, ήταν ένας άνθρωπος που περπατούσε όπως η ψυχή του τον έσπρωχνε, στα ψηλά και στα δύσκολα. Ένας όρθιος άνθρωπος. Κι έτσι όρθιος, έφυγε. Σαν κάποιος να έκλεισε τον διακόπτη χωρίς προειδοποίηση, χωρίς ν’ ανησυχήσει από πριν κανείς γι’ αυτόν, χωρίς να χρειαστεί την φροντίδα κανενός.
Μόνο που εμείς έπρεπε να μείνουμε σπίτι. Κι έτσι στερήθηκε τις τιμές και τα ευχαριστώ που του αρμόζουν, στερήθηκε του γιου του το τελευταίο φιλί τ’ ακριβό, στερήθηκε του κόσμου την εκδήλωση του σεβασμού που κέρδισε σ’ όλη του τη ζωή.
Κι εμείς όλοι στερηθήκαμε την ευκαιρία να τον αποχαιρετήσουμε όπως έπρεπε. Όχι μόνον οι συγγενείς, αλλά και οι συγχωριανοί του από τους Μελισσουργούς, το χωριό του το αγαπημένο, οι συγχωριανοί του από το Μενίδι, το άλλο του χωριό το καλοκαιρινό, οι φίλοι, ο κόσμος της αγοράς, οι συνοδοιπόροι, όλοι όσοι τον γνώριζαν και τον εκτιμούσαν. Να τον ξεπροβοδίσουμε, σφιχτά ο ένας δίπλα στον άλλον, με δάκρυα και λέξεις, με τραγούδια και εικόνες και τις μυρωδιές της Άνοιξης που δεν υπολογίζει των ανθρώπων τα πάθη.
Έπρεπε να μείνουμε σπίτι.
Ο θείος μας ο Κώστας Καραβασίλης, γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Άρτα. Γονείς του ήταν ο Βασίλης Καραβασίλης και η Γεωργία Τσοβόλα. Αδέρφια του η Αρετή, ο Αλέκος και η Χαριτίνη.
Εργάστηκε μέχρι την συνταξιοδότησή του στο κατάστημα “Το νοικοκυριό” που διατηρούσε στην οδό Σκουφά με τον μεγαλύτερο αδελφό του Αλέκο.
Παντρεύτηκε την Ειρήνη Μπανιά κι έκαναν δυο παιδιά, τον Βασίλη και την Αρετή.
Έζησε σαν παιδί κι ενηλικιώθηκε μέσα στη δίνη των δεκαετιών 1930-1940 που συγκλόνισαν τον τόπο μας και βίωσε την ίδια την Ιστορία που γράφτηκε τότε, μέσα απ΄ τη ζωή της οικογένειάς του, ανθρώπων με δημοκρατικά ιδανικά και έναν αυστηρό αξιακό κώδικα απ’ τον οποίο δεν παρέκλινε ποτέ.
Ήταν περήφανος και αγέρωχος, αλλά ταπεινός και ευγενής, πείσμων και επίμονος αλλά δίκαιος και ευθύς, πνεύμα ηθικό με δικές του αξίες αταλάντευτες και ισχυρή άποψη αλλά και ευθυκρισία.
Ήταν αφοσιωμένος στην οικογένειά του, αγαπημένοι κι αχώριστοι με την γυναίκα του την Ειρήνη και περήφανος για τα παιδιά του – όπως και τα παιδιά του γι’ αυτόν- και αξιώθηκε να χαρεί την επαγγελματική και προσωπική τους πρόοδο και ευτυχία.
Λάτρευε τα εγγόνια του κι ήταν ο παππούς που λατρεύουν όλα τα παιδιά, εφευρετικός και φίλος της περιπέτειας, ευρηματικός, πνευματώδης και πειραχτήρι! Όχι, δεν έπληττες μαζί του, γιατί ο ίδιος δεν γνώριζε τη λέξη ανία, αεικίνητος και επίμονος χειρώνακτας, θεωρούσε ντροπή την αργία και αρετή την εργασία.
Ήταν ακόμη περήφανος για τον τόπο του και ήσυχος για τη ζωή που έζησε. Αγαπούσε τις διηγήσεις όχι για να αυτοαναφέρεται, αλλά γιατί πίστευε στην αξία της ζώσας ιστορίας. Γι΄ αυτό ήταν αυστηρός με τους ανιστόρητους και τους αμνήμονες. Κάθε διήγησή του (ακόμη και εκείνες που τις επαναλάμβανε για πολλοστή φορά), είχαν κεντρική ιδέα τον Άνθρωπο, ήταν οι δικές του «παραβολές».
Μεγάλη του αγάπη, ίσως η μεγαλύτερη όλων αν δεν υπήρχαν οι άνθρωποί του, ήταν τα βουνά. Που τα γνώριζε σαν την παλάμη του, τα περπατούσε σε κάθε ευκαιρία κι έλαμπαν τα μάτια του όταν μιλούσε γι’ αυτά και ζούσε κι ανέπνεε των ψηλωμάτων και των οροπεδίων την ανάσα και στέκονταν κι αφουγκράζονταν τη σιωπή τους, που γι΄ αυτόν ήταν έπος.
Έτσι εμείς θυμόμαστε τον θείο μας, τον Κώστα Καραβασίλη. Θα τον τιμάμε, μέσα από τις αρετές που μας άφησε σαν δώρα και στη μνήμη του θα περπατάμε, προσπαθώντας να περπατάμε όρθιοι όπως έζησε και πέθανε ο ίδιος. Όρθιος, σαν τα ψηλά βουνά.
Κάτια και Νίκη Σφαλτού