Συνέντευξη στη μνήμη της Βάντας Κουτσοκώστα που Σεπτέμβριο του 2009 είχε δώσει συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη
Η αείμνηστη, Βάντα Κουτσοκώσταείχε γεννηθεί στην Κυψέλη Αθαμανίας Άρτας. Σπούδασε στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών και Διοίκησης Πανεπιστημίου Αθηνών και ασχολήθηκε με την έντυπη και ηλεκτρονική δημοσιογραφία. Εργάστηκε επί 23 χρόνια ως υπεύθυνη του Γραφείου Τύπου αλλά και ως αρχισυντάκτρια της εφημερίδας «Πανηπειρωτική». Υπήρξε μυθιστοριογράφος και έχει εκδώσει τα βιβλία «Οι λιποτάκτες των Ονείρων», «Αλλού να κοιμάσαι, αλλού να ξυπνάς» και «Το τραγούδι των λύκων». Την συνέντευξη από την αείμνηστη συμπατριώτισσά μας συγγραφέα, ο Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης, είχε πάρει για τον «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ» στις 9 Σεπτεμβρίου 2009, όταν και είχε δημοσιευτεί.
ΕΡ. Ποια ήταν η αφορμή να γράψετε το τελευταίο μυθιστόρημά σας «Το τραγούδι των λύκων» που κυκλοφορεί από την Εμπειρία- Εκδοτική;
ΑΠ. Το ξεκίνησα το καλοκαίρι του 2000 όταν είδα από την τηλεόραση να τυλίγονται στις φλόγες τα χωριά του Πωγωνίου και να αφανίζονται ζωές και περιουσίες. Κορυφαία της τραγωδίας, μια μαυροφορεμένη γερόντισσα η οποία μόλις αντίκρισε κατακαμένη την αδερφή της μαζί με όλο το βιος της, έβαλε τα χέρια στη μέση και κοιτάζοντας τον ουρανό έβγαλε μια κραυγή: Η αδερφή μου… τι σε βρήκε εδώ αδερφή μουυυ! Η κραυγή εκείνη με συντάραξε και άρχισα να γράφω. Ωστόσο, δεν συνέχισα, ασχολήθηκα με το μυθιστόρημα «Αλλού να κοιμάσαι, αλλού να ξυπνάς» που κυκλοφόρησε το 2002 από τις εκδόσεις «Λιβάνη». Ώσπου ήρθαν οι καταστροφικές πυρκαγιές στην ορεινή Πελοπόννησο να εξεγείρουν, σαν ανεξόφλητο χρέος, την έμπνευση. Σε λίγους μήνες το βιβλίο ήταν έτοιμο.
ΕΡ. Με φόντο την ορεινή Άρτα ξεκινά η Φλάβια την Οδύσσειά της. Αντιμετωπίζει πολλούς κινδύνους αλλά στο τέλος βρίσκει το δρόμο της. Μπορούμε με τη στάση ζωής να αλλάξουμε τη μοίρα;
ΑΠ. Στο βιβλίο «Οι λιποτάκτες των ονείρων» επιστρατεύω κάπου τη σοφία ενός ήρωα: «Τίποτα δεν είναι προδιαγεγραμμένο για πάντα, μόνο το επόμενο βήμα. Κι αν δεν προλάβεις σ’ αυτό τη μοίρα του Θεού, μη χάσεις την ελπίδα. Υπάρχει το μεθεπόμενο». Απαντά νομίζω στο ερώτημά σας.
ΕΡ. Γράφετε για την ερήμωση, την εγκατάλειψη αλλά και την απειλούμενη οικολογική καταστροφή. Ποιά είναι η ελπίδα για το φυσικό περιβάλλον των Τζουμέρκων όπου αναφέρεστε;
ΑΠ. Ευτυχώς, στα Τζουμέρκα, η οικολογική καταστροφή είναι μηδαμινή σε σχέση με άλλες περιοχές. Το παράδοξο θετικό της μη ανάπτυξης. Πώς να εφησυχάσεις όμως, ή να μη διεκδικήσεις μια ανάπτυξη με σεβασμό στο περιβάλλον, τον πολιτισμό και την ιστορία; Δέστε τι έγινε με το ιστορικό γεφύρι της Πλάκας. Αν δεν ξεσηκώνονταν οι φορείς, αυτό το σπάνιο μνημείο λαϊκής αρχιτεκτονικής θα το έπνιγε το αφρισμένο ποτάμι των συμφερόντων. Μόνη ελπίδα, η διατήρηση αυτού του πλούτου, με σχέδιο δόμησης εμπνευσμένο από την παραδοσιακή αρχιτεκτονική, με τους υδάτινους θησαυρούς και τους θησαυρούς της γης πρωτοστατούντες σε έναν εναλλακτικό τουρισμό προς όφελος της αυθεντικότητας.
ΕΡ. Η ηρωίδα σας, η Φλάβια, διαθέτει στοιχεία, τα οποία τη βοηθούν να αντιμετωπίσει τις παλινωδίες της ζωής. Τα σημερινά παιδιά μπορούν να αντέξουν παρόμοιες καταστάσεις;
ΑΠ. Μικροί ήρωες υπάρχουν πάντα. Η Φλάβια, θα μπορούσε να είναι ένα από τα παιδιά της Πελοποννήσου που είδαν μπροστά στα αθώα μάτια τους, να εκτυλίσσεται ένα παρόμοιο δράμα. Μια παρέα μαθητών, εκεί συγκεντρώνονται ακόμα στην αυλή του σπιτιού της συμμαθήτριάς τους που έσβησε στις φλόγες, θεωρώντας την ωσεί παρούσα. Μπορείς να μη συγκλονιστείς απ’ αυτό;
ΕΡ. Εδώ και μια δεκαετία μπήκατε δυναμικά στη συγγραφή με τα δύο πρώτα μυθιστορήματα. Το νέο σας βιβλίο εκδόθηκε έξι χρόνια αργότερα. Πού οφείλεται η καθυστέρηση;
ΑΠ. Δεν αντιμετωπίζω τη συγγραφή ως παραγωγική διαδικασία. Όποτε ήθελε προκύψει. Παρόμοια διλήμματα απομακρύνουν τον συγγραφέα από την ουσία της τέχνης του.
ΕΡ. Ανήκετε στους ανθρώπους που όχι μόνο έχετε βοηθήσει ως δημοσιογράφος την Άρτα, αλλά δεν διστάζετε να εκφράσετε δημοσίως την άποψή σας έστω και να δυσαρεστήσετε τους ιθύνοντες. Δεν σας απασχολεί το ότι αυτό ίσως επιφέρει την αρνητική τους κριτική απέναντί σας;
ΑΠ. Προφανώς αναφέρεστε στην τοποθέτησή μου για την εκδήλωση στο Μέγαρο Μουσικής με επίκεντρο τα βυζαντινά μνημεία. Ακούστε: Όταν έδωσα εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο το θέμα της έκθεσης ήταν: «Η αρνητική κριτική για να είναι εξίσου εποικοδομητική πρέπει να έχει και στοιχεία θετικής αντιπροσφοράς».
Έκτοτε το αξίωμα αυτό με ακολουθεί. Κατά την άποψή μου τόσο ο νομάρχης Άρτας κ. Παπαβασιλείου όσο και ο δήμαρχος κ. Οικονομίδης είναι ευφυείς άνθρωποι με προσφορά στον τόπο και απ’ όσο είμαι σε θέση να γνωρίζω διαθέτουν ικανά επιτελεία, ώστε να μη χρειάζονται αυλοκόλακες. Αν διάβασαν προσεκτικά το δημοσίευμα θα διαπίστωσαν σίγουρα ότι επρόκειτο για μια καλόπιστη, εποικοδομητική κριτική προς μια σημαντική εκδήλωση η οποία όμως, όπως συμβαίνει σε κάθε μεγάλη διοργάνωση, είχε θετικά στοιχεία όπως και παραλείψεις. Πρόθεσή μου δεν ήταν η ακύρωση, αλλά η επισήμανση και η ανάδειξη μιας διαφορετικής πρότασης για το μέλλον, μέσα από το διαλεκτικό παραλληλισμό θέσης- αντίθεσης.
ΕΡ. Τί θα λέγατε στους αναγνώστες που θα διαβάσουν τη συνέντευξή σας;
ΑΠ. Μας ενώνουν βιώματα, ευαισθησίες, προβληματισμοί, η περηφάνια για τη μοναδικότητα του τοπίου… Βαδίσαμε στους ίδιους δρόμους, πήγαμε στο ίδιο σχολείο, παίξαμε ίσως παρέα στη Βαλαώρα κλωτσοτενεκέ. Ζήσαμε τα καλύτερά μας χρόνια στις ίδιες γειτονιές, μπολιαστήκαμε με κοινές ιδέες για μια δικαιότερη κοινωνία. Με κάποιους απ’ αυτούς φτάνει ένα βλέμμα, μια θύμηση, ένα μειδίαμα να μας φέρει κοντά ενώ έχουμε να συναντηθούμε χρόνια. Είναι φίλοι, γείτονες, συγγενείς, συμμαθητές, συνάδελφοι, ομότεχνοι, όλοι εσείς που καταθέτετε το περίσσευμα της ψυχής μας για την προβολή της Ηπειρώτικης δημιουργίας. Είναι ευχής έργο το ότι η Άρτα ανήκει στις πόλεις με τη μεγαλύτερη εκδοτική δραστηριότητα. Τόσο η εφημερίδα σας όσο και ο υπόλοιπος Αρτινός τύπος έχει προσφέρει τα μέγιστα στους Αρτινούς συγγραφείς και οφείλω να πω δημόσια ευχαριστώ, όπως και σε όλους τους συμπατριώτες, με την ευχή να μας ενώνει πάντα η αγάπη για τις μικρές μας πατρίδες.