Γιάννης Ρίτσος, Η τελευταία προ ανθρώπου εκατονταετία (1942)
Ξαγρυπνισμένη πολιτεία. Τα παντζούρια όλη νύχτα χτυπάνε σα να χειροκροτούν την ερημιά. Φοβούνται και χειροκροτούν. Στη στέγη οι αρβύλες του ανέμου. Ιδρωμένες φανέλες του αρρώστου απλωμένες στο σπάγκο από τη μια γωνιά της κάμαρας στην άλλη. Πολλή λάσπη στο δρόμο.
Ακούς στην είσοδο που σκουπίζουν τα παπούτσια τους. Άνθρωποι κοιτούν απ’ τα παράθυρα. Τι τρέχει; Κάποιος σκαλίζει μια γλάστρα μ’ ένα κόκαλο -άσπρο καθάριο κόκαλο-αστράφτει στον ήλιο. Τα παιδιά κάθουνται στο κατώφλι. Δε διαβάζουν. Συλλογιούνται.
Σταματημένα ρολόγια. Πέσαν οι δείχτες απ’ το μεγάλο ρολόι της Μητρόπολης/σα δυο καμένα καδρόνια – δεν ακούστηκε χτύπος. Εκείνος φώναζε στο δρόμο: κάντε γρήγορα, κάντε γρήγορα. Ο άλλος έρχεται πίσω του: στάσου. Ένα φανάρι στη διασταύρωση.
Και μια πινακίδα παράταιρη, αμήχανη σχεδόν απαράδεχτη, -μεγάλα γράμματα αρκετά σταθερά και κάπως βεβιασμένα: «Από δω προς τον ήλιο».
Επιλογή: Δημήτρης Βλαχοπάνος