Παλαιότερα όταν άκουγα τη λέξη «φώτα» το μυαλό μου πήγαινε στη μεγάλη γιορτή της Χριστιανοσύνης, τα Θεοφάνεια, το βαθύτερο νόημα της οποίας αναζητούσα και αναζητώ, καθότι υπερβαίνει την ανθρώπινη πεπερασμένη φύση μου.

Τα τελευταία όμως χρόνια, τις χρονιάρες αυτές ημέρες, η λέξη έχει ταυτιστεί με τα λαμπιόνια και το γνωστό στολισμό των πόλεων, των σπιτιών και των δρόμων. Έτσι και εφέτος. Πολύς λόγος έγινε για τα φώτα και τους στολισμούς στην πόλη μας, στην Αθήνα και σ’ άλλες περιοχές της πατρίδας μας.
Καλά είναι τα φώτα και οι στολισμοί, αρκεί να μην είναι υπερβολικοί. Αρκεί, επίσης, να μην ξοδεύουμε όλα τα δανεικά λεφτά μας εκεί, και να μη μας θυμίζουν εκφυλιστικές και επώδυνες επαναλήψεις φαινομένων της δεκαετίας του 1990. Αρκεί, επίσης, να μην ξεχάσουμε τελείως το νόημα αυτών των εορτών. Γιατί προς τα εκεί τείνουμε.
Ένας βασικός λόγος που παραγεμίζουμε τα Χριστούγεννα με λαμπιόνια είναι γιατί επιδιώκουμε μ’ αυτή την υπερβολική εικαστική παρέμβαση να αναπληρώσουμε τα φώτα της ψυχής μας που τρεμοπαίζουν χάνοντας το δικό τους φως. Διότι από κάθε μεριά επιβάλλεται ο πολιτισμός των τεχνητών φώτων και της απομίμησης που προάγουν οι άνθρωποι της ύλης. Λίγοι άνθρωποι πια νιώθουν την ανάγκη να συμμετέχουν σε μια «πολιτεία πνευματική». Ανάμεσα σ’ αυτούς και κάποιοι στη μικρή μας πόλη που επιμένουν να φωτίζουν τις καρδιές μας με το φως του πνευματικού μας πολιτισμού αλλά και με το δικό τους φως. Είναι ο «Σκουφάς», ο «Μακρυγιάννης», η «ΑΘΟΑ», ο Βασίλης Γκανιάτσας, η Ρένα Τριχιά, η Μαρία Δέτσικα, η Κατερίνα Σχισμένου, ο Κώστας Τραχανάς, η Όλγα Τσιάφη, η Ζωή Μπαρτζώκα, η Έλλη Μάνθα, ο Κώστας Κωσταβασίλης, ο Σωτήρης Σαρλής, και σε ξεχωριστή θέση για δεκαετίες πλέον ο Δημήτρης Βλαχοπάνος, ο άνθρωπος που από μόνος του αποτελεί έναν πολιτιστικό σύλλογο με το συγγραφικό του έργο, τις οργανώσεις γιορτών και εκδηλώσεων στα σχολεία μας, τις παρουσιάσεις αμέτρητων βιβλίων, ο φίλος μας Δημήτρης που έκανε τον πόνο τραγούδι και χαμόγελο, φωτίζοντας με ποιητικό φως τα γκρίζα μας χρόνια και τις πιο άγριες νύχτες μας.
Μέρες που είναι, νιώθω την ανάγκη να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου σ’ αυτούς τους ανθρώπους για τις αμέτρητες στιγμές ευτυχίας που μου χάρισαν και μου χαρίζουν. Τα πραγματικά φώτα της πόλης μας, για μένα, είναι αυτοί. Κι ας παρεξηγούνται πολλές φορές, κι ας αδικούνται, κι ας μην τιμώνται όσο τους αξίζει, κι ας παλεύουν μ’ ένα μισοχαλασμένο μικρόφωνο τις περισσότερες φορές. Κι ας μην φωτίζονται από τα τεχνητά φώτα, τα πράσινα, τα κόκκινα, τα γαλάζια, τα γιαλαντζί φώτα του ξενολάγνου διάκοσμου, τα εκτυφλωτικά φώτα που καλύπτουν τα σκοτάδια μέσα μας, την αλήθεια, την ταυτότητα.
Προφανώς και δεν είναι μόνο αυτοί οι πνευματικοί άνθρωποι του νομού μας. Αναφέρθηκα όμως σ’ αυτούς γιατί κατά κανόνα αυτοί σηκώνουν το βάρος των πνευματικών εκδηλώσεων που πραγματοποιούνται κάθε χρόνο στο δικό μας τόπο. Θα ευχόμουν, λοιπόν, για τη δεκαετία που αρχίζει, τα τεχνητά φώτα -που βεβαίως τα χρειαζόμαστε κι αυτά-να μην γίνονται «φωτεινές οδοντοστοιχίες» που καταπίνουν εκείνους που γίνονται φως για τους άλλους. Θα ευχόμουν, τέλος, να μην στεκόμαστε μόνο στην πλασματική, αυτιστική ευφορία που προβάλλουν οι άνθρωποι της ύλης, αλλά και στον πολιτισμό που παράγει η ψυχή όταν φεγγοβολά, έστω κι αν μοιάζει μ’ ένα ταπεινό κεράκι που τρεμοπαίζει σ’ ένα ξεχασμένο ξωκλήσι στην ερημιά. Καλή Χρονιά!

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ