(Με αφορμή «Το μοιραίο μαντήλι» του Γιάννη Κ. Τσώλη)
Τα παιδικά μας χρόνια κύλησαν μέσα στην απλότητα και την καλοσύνη των ανθρώπων του μόχθου, του πόνου και της ελπίδας. Αλλά πέρασαν και μέσα από τα ατέλειωτα και πυκνά δάση των ιστοριών τους που έγιναν παραμύθια και των παραμυθιών τους που έγιναν ιστορίες.
Οι μικρές κοινωνίες έπλαθαν κι έπλεκαν με τα φτωχά και ακατέργαστα υλικά του αργαλειού τους τη μοίρα του κόσμου τους, αναζητώντας τις πύλες της εξόδου τους προς τον ουρανό του θεού τους και προς τ’ άστρα του σύμπαντος.
Κι εκεί στις ανοιχτές και ξέφραγες αυλές μας αφουγκραστήκαμε μια μυστική φωνή που ψιθύριζε πως η ζωή είναι ένα παραμύθι. Κι ένα ταξίδι στη χώρα του μεταφυσικού και του ανεξήγητου, αλλά και στη χώρα της περιπέτειας και των δραματικών απροόπτων. Το ταξίδι απλά ξεκινάει από κάπου. Μα πώς θα εξελιχτεί, ποιους σταθμούς θα περάσει και πού θα καταλήξει κανείς δε γνωρίζει και δεν είναι σε θέση κανείς να προβλέψει. Δεν είναι η ανθρώπινη συνείδηση που ορίζει τα πράγματα• είναι τα πράγματα που ορίζουν την ανθρώπινη συνείδηση. Η ζωή, όταν τη ζεις και την έχεις στα χέρια σου, γίνεται μια μαθητεία. Μαθαίνεις για να ζεις, αλλά και ζεις για να μαθαίνεις.
Αλλά σε κάθε περίπτωση είναι ο άνθρωπος που αποφασίζει. Ιδίως εκείνος που έχει συνείδηση του εγώ του και μάχεται να γίνει αυτός ο πρωταγωνιστής της ζωής του. Μα το τι θα αποφασίσει σε μια δεδομένη στιγμή το υπαγορεύουν πρώτα οι αντικειμενικές συνθήκες. Σημασία δεν έχει τι θέλει η ψυχή του να κάνει. Σημασία έχει τι πρέπει να κάνει. Και τι μπορεί να κάνει. Γιατί είναι άλλο πράγμα το θέλω κι άλλο το μπορώ και το πρέπει.
Όσοι αστόχαστα ακολουθούνε τα θέλω τους, οδηγούν στο ναυάγιο την ύπαρξή τους, είτε το καταλαβαίνουν αυτό είτε όχι. Μα ο άνθρωπος που πορεύεται με το νου του κι έχει τα μάτια ανοιχτά της ψυχής του, αισθάνεται κάθε φορά μπλεγμένος και παγιδευμένος μέσα στο δίχτυ των αναγκών που ορθώνονται γύρω του και τον πνίγουν. Αλλά η απόφαση που θα πάρει στο κρίσιμο σταυροδρόμι του, είναι η αρχή μιας νέας ζωής, που σείεται συχνά και κλονίζεται μέσα σ’ ένα σύνολο άλλων αποφάσεων για τα μικρά και μεγάλα επεισόδια της ζωής που έχει πια πλάσει ο ίδιος.
Όταν αμέτρητοι Έλληνες πήραν το δρόμο της ξενιτιάς, της προσφυγιάς και της μετανάστευσης, το έπραξαν γιατί δε γινόταν αλλιώς. Γιατί ήταν το ασήκωτο βάρος της άδειας ζωής τους, ήταν η ανάγκη, τα πράγματα, το κοινωνικό είναι που τους φόρτωνε βάναυσα στα τρένα και στα καράβια, στέλνοντάς τους στην άλλη άκρη της γης, για να μπορέσουν ν’ ανασάνουν κι αυτοί κι εκείνοι που έμεναν πίσω σε μια πατρίδα πλημμυρισμένη στη στέρηση και στον τρόμο.
Κι αν σήμερα ξαναφεύγουν οι Έλληνες για τα ξένα ή αν ασφυκτιά η Ελλάδα με την πλημμυρίδα των ξένων προσφύγων και μεταναστών, δεν είναι γιατί έλαβαν οι άνθρωποι εντός κι εκτός των συνόρων μας την απόφαση να γευτούν τη χαρά των περιπλανήσεων και να γνωρίσουν τον τρόπο ζωής και τη σκέψη των αλλιώτικων τόπων. Είναι γιατί τους ξεσηκώνουν και τους διώχνουν τα ίδια τα πράγματα, που φυτεύουν μιαν αμυδρή ελπίδα στην ταραγμένη ψυχή τους πως ίσως αυτοί βρουν το μαγικό – το μοιραίο, ας πούμε – ραβδί που θα κάνει το θαύμα του.
Μέσα σ’ αυτή την πλημμύρα, είναι δύσκολο να ελέγξεις το τυχαίο. Το τυχαίο δεν τιθασεύεται, δε ζητά και δε δίνει λόγο. Είναι απρόβλεπτο και απρογραμμάτιστο. Είναι άγριο κι ανήμερο άλογο. Κι είναι δύσκολο, εξίσου, να βάλεις στο νου σου πώς γίνεται τα ασήμαντα πράγματα, τα αντικείμενα καθημερινής χρήσης, ένα μαντήλι ή ένα όνομα, φέρ’ ειπείν, ή μια μικρή επίσκεψη ρουτίνας, μια διαδρομή λεωφορείου, μια στάση, ένα τρίστρατο, ένα τοπωνύμιο, πώς μπορούν αυτά τα μικρά συνήθη πράγματα να ορίσουν αυτό που λέμε μοίρα.
Μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα που συνθέτει την αντικειμενική πραγματικότητα, το άτομο, ως υποκείμενο, ανακαλεί και, συνήθως, επιστρατεύει τα προσωπικά του εργαλεία, τα χέρια του, ας πούμε, ή τη λογική του, για να βάλει μια τάξη και να χαράξει τη δική του πορεία, εκείνη που θα ’χει πάνω της τη δική του σφραγίδα και τη δική του υπογραφή. Αλλά κανείς δεν ξέρει τι πιο πολύ θα βαρύνει στην επιλογή του: θα ’ναι η εσωτερική του παρόρμηση, το κενό του, μια ιδιομορφία του χαρακτήρα του, η πλάνη του στιγμιαίου του ή, αλλιώς, το στιγμιαίο της πλάνης του, που θα καταγραφεί εντέλει ως το στιγμιαίο λάθος ή το στιγμιαίο ευτύχημα;
*Ο Δημήτρης Βλαχοπάνος είναι φιλόλογος, συγγραφέας και λογοτέχνης