Οργανικός σκοπός ελεύθερου ρυθμού, με γλυκιά και ρομαντική μελωδία, που διακατέχεται από σύμπλεγμα συναισθημάτων. Κυριαρχούν το παράπονο, η λύπη, η νοσταλγία, ο ερωτισμός, ο ρομαντισμός, η αγάπη προς τη φύση. Με το σκοπό αυτό του Σκάρου οι οργανοπαίχτες συνήθως ξεκινούν να παίζουν στα πανηγύρια ή και σε διάφορες άλλες μουσικές εκδηλώσεις.
Τι να ’ναι η λαμπερή φωτιά μες στο βουνό το πέρα/που πότε-πότε ανάβεται και πότε-πότε σβιέται;/Αυτή την ώρα οι πιστικοί τα πρόβατα σκαρίζουν,/ βόσκουν αυτά με τη δροσιά και με το κρύο της νύχτας,/σε γούπατο, σε λαγκαδιά και σ’ όχθους απλωμένα./Γλυκός-γλυκός αντίλαλος χύνεται απ’ τα κουδούνια/κάποτε ο νυχτοκόρακας, κάποτε αγρίμι σκούζει,/κάποτε σκύλου βάβισμα βαθιά-βαθιά γρικιέται/μέσ’ τη μαυρίλα την πυκνή. Κι από τις στάνες γύρα/οι πιστικοί συνάζονται, κόβουν κλαριά από κέδρους,/σταίνουν τετράψηλη φωτιά στρώνονται αράδα-αράδα/και μες στην πύρα της φωτιάς, στη μυρωδιά του κέδρου/καθένας λέει τα λόγια του. (Κώστας Κρυστάλλης)
Μ’ αυτό το ποίημα ο τραγουδιστής του βουνού και της στάνης, Κώστας Κρυστάλλης, ύμνησε το σκάρο. Ο σκάρος ήταν η νυχτερινή βοσκή των κοπαδιών κατά την περίοδο του χειμώνα, μέσα στ’άγρια μεσάνυχτα, και διαρκούσε μια με δυο ώρες. Ήταν μια δύσκολη και σκληρή δουλειά. Κατά τη διάρκεια του σκάρου, οι τσοπάνηδες άναβαν φωτιές για να ζεσταίνονται, αλλά και για να μη ζυγώνουν οι λύκοι, και μαζεμένοι γύρω-γύρω από τη φωτιά κουβέντιαζαν. Αν κάποιος ήταν μερακλής, έπαιζε με τη φλογέρα του κανένα σκοπό ή ακόμα τραγουδούσε κλέφτικα τραγούδια.