Πάντοτε, όποτε έρχεται η 17η Νοεμβρίου, με πιάνει μια αμηχανία, ειδικά όταν πρέπει να αναφερθώ σε εκείνες τις μέρες, στην εξέγερση των φοιτητών, στα μηνύματα που τελικά προκύπτουν από την επέτειο της εξέγερσης αυτής. Τι θα μπορούσε να πει κανείς που να μην έχει χιλιοειπωθεί; Και πώς θα μπορούσε να αναπτύξει θέσεις για το μήνυμα που προκύπτει όταν πολλά από όσα ετίθεντο ως πρόκριμμα εκείνες τις μέρες ακυρώθηκαν στην πορεία από τους ίδιους τους διεκδικητές τους;

Γιατί, ας μην το ξεχνάμε κι αυτό, η «γενιά του Πολυτεχνείου» άσκησε τελικά εξουσία σε δημοκρατική χώρα, με τα αποτελέσματα που όλοι γνωρίζουμε. Γι’ αυτό σήμερα (οι γραμμές αυτές γράφονται αργά τη νύχτα της Κυριακής 17 Νοεμβρίου) αποφάσισα να προβώ σε μια μικρή προσωπική εξομολόγηση. Να αναφέρω πώς βίωσα εγώ τις μέρες εκείνες, ως μαθητής του δημοτικού σε ένα χωριό της Άρτας, να προσπαθήσω να δώσω την εικόνα του τι νομίζαμε πως έγινε, αλλά και ποια επίδραση άσκησε τότε και (πολύ πιο σημαντικό) αργότερα η εξέγερση εκείνη και να αποτυπώσω τελικά ποιο είναι αυτό για το οποίο θέλω ακόμα να την κρατώ ζωντανή στη μνήμη μου.
Θυμάμαι λίγα πράγματα από την περίοδο της χούντας πριν το Πολυτεχνείο. Γεννήθηκα μέσα στην περίοδο της δικτατορίας, μεγάλωσα στα χρόνια της κυριαρχίας της, αλλά, όπως είναι φυσικό, δεν έχω μνήμες που α αποτυπώνονται κυρίαρχες από την πολιτική και κοινωνική ζωή της εποχής. Θυμάμαι αμυδρά το «πουλί» της χούντας στημένο στην κεντρική πλατεία, θυμάμαι τον πατέρα μου να φέρνει στο σπίτι την εφημερίδα που διάβαζε διπλωμένη μέσα σε μια άλλη που του χρησίμευε ως κάλυψη και για κάποιο διάστημα νόμιζα ότι το να αγοράζει κανείς δύο εφημερίδες διαφορετικών ιδεολογικών αποχρώσεων είναι κανόνας, θυμάμαι τη μητέρα μου να κάνει στον πατέρα μου παρατήρηση γιατί πήγε φορώντας κόκκινη γραβάτα στην εκκλησία αργοπορημένος (ήταν κανόνας για τους διευθυντές των σχολείων, νομίζω, τότε, εκτός κι αν ήταν κάποια επέτειος και δεν το θυμάμαι), με αποτέλεσμα να κληθεί για εξηγήσεις στην ασφάλεια.
Το 1973 ήμουν μαθητής στην Α΄ Δημοτικού, στο Δημοτικό Σχολείο Σελλάδων.
Στο σπίτι μας δεν είχαμε τηλεόραση και στο ραδιόφωνο δεν μπορώ να πω με σιγουριά αν είχαν ακούσει τίποτε οι γονείς και η γιαγιά μου, αλλά την επομένη της 17ης Νοεμβρίου (Κυριακή ήταν νομίζω και ήμασταν τα παιδιά πολύ χαρούμενα το πρωί γιατί δεν θα είχαμε σχολείο, εφόσον ακόμα δεν υπήρχε το πενθήμερο), σύντομα υπήρχε η γενική αντίληψη ότι κάτι σοβαρό είχε συμβεί, γιατί όλοι οι μεγάλοι ήταν σκυθρωποί, στο ραδιόφωνο είχε εμβατήρια και δεν μας άφηναν να βγούμε έξω στη γειτονιά να παίξουμε.
Όταν ο πατέρας είπε ότι για τις επόμενες μέρες δεν θα πήγαινε στο καφενείο (τότε ήταν σύνηθες) γιατί απαγορεύτηκε η κυκλοφορία, καταλάβαμε ότι πράγματι κάτι πολύ σπουδαίο είχε γίνει, δεν θυμάμαι μάλιστα, αν εγώ ή η αδερφή μου ρωτήσαμε τη γιαγιά αν έγινε πόλεμος. Η (μακαρίτισσα μετά από δύο χρόνια) γιαγιά μου σταυροκοπήθηκε, έφτυσε τον κόρφο της και απάντησε «ο Θεός να δώσει παιδάκι μου να μην ξαναδούμε κανένα χαλασμό!», και μετά μας καθησύχασε ότι δεν είναι τίποτε και ότι σύντομα θα ξαναπάμε σχολείο και όλα θα είναι μια χαρά.
Μια χαρά δεν ξέρω αν ήταν όλα, αλλά καταλάβαμε ότι όντως κάτι σοβαρό είχε συμβεί, όταν στην τηλεόραση του κυρ Αλέκου του γείτονα (όπου μαζευόταν όλη η γειτονιά για να δει ειδήσεις ή κανένα ματς) είδαμε μια εκπομπή όπου ένας δημοσιογράφος με παράξενα βραχνή φωνή, καλυμμένη φαλάκρα και γυαλιά συνεντευξιαζόταν με μορφή ανάκρισης νεαρούς κουρασμένους και τσακισμένους προσπαθώντας να δείξει ότι δεν είχε γίνει και τίποτε.
Μετά τη μια χαρά ήρθαν το καλοκαίρι του 1974 οι δυό τρομάρες, όταν, πηγαίνοντας στην Κορωνησία για μπάνιο, ακούσαμε στο ραδιόφωνο την είδηση για επιστράτευση και αμέσως επιστρέψαμε στο σπίτι. Ο πατέρας γέμισε βιαστικά μια βαλίτσα κι έφυγε για να παρουσιαστεί στη μονάδα του. Μια μέρα πήγαμε μάλιστα με το θείο μου να τον δούμε στον Αστακό όπου στρατωνίζονταν. Και τότε ξανά οι μεγάλοι έκαναν συζητήσεις που δεν καταλαβαίναμε, ξεχωρίζαμε όμως λέξεις όπως Κύπρος, Αττίλας, εισβολή και ακούγαμε αναπάντητα ερωτήματα όπως «λες να ξεκουμπιστούν;» ή «λες να επέμβουν οι Αμερικάνοι;». Και κάποια μέρα ο κυρ Αλέκος φώναξε (ή μήπως ήταν ο κύριος Κώστας από απέναντι;) «έρχεται ο Καραμανλής!» και όλοι έδειχναν χαρούμενοι και σαν ξαλαφρωμένοι.
Στα χρόνια που πέρασαν, στο γυμνάσιο και το λύκειο, η εξέγερση των φοιτητών του Πολυτεχνείου απέκτησε στα εφηβικά μας μάτια μια αίγλη που δεν είχε ούτε η επέτειος του 1940 ούτε η επανάσταση του 1821. Ήταν μια πιο δικιά μας (των νέων) εξέγερση αυτή και στην καρδιά μας φαινόταν ότι οι φοιτητές ξεσηκώθηκαν και έδιωξαν τη χούντα. Δεν είχε σημασία αν αυτό ήταν ιστορικά ακριβές ή όχι.
Για μας τα παιδιά, τους έφηβους μαθητές που ήθελαν να βρουν ένα πρότυπο αγώνα και αντίστασης, το Πολυτεχνείο σηματοδοτούσε την ανυποχώρητη στάση των νέων, την ικανότητά τους να τα βάζουν με τους καταπιεστές και να νικούν. Το γεγονός ότι (στα πρώτα χρόνια, μέχρι το 1981) η επέτειος δεν γιορταζόταν επίσημα στα σχολεία, μας έδινε τη δυνατότητα να αισθανθούμε κι εμείς λίγο αγωνιστές με την αποχή εκείνης της μέρας από τα μαθήματα και τη συμμετοχή στην πορεία.
Σήμερα, με την πείρα της ωριμότητας αλλά και την επιστημονική κατάρτιση του ιστορικού, μπορώ να δω τα πράγματα λίγο πιο καθαρά (φαντάζομαι).
Όχι, η εξέγερση του Πολυτεχνείου δεν αποτέλεσε τη συνέχεια μιας διαρκούς αντίστασης του λαού απέναντι στη χούντα.
Ήταν μια μάλλον αυθόρμητη στην αρχή της αλλά οργανωμένη και μαζική στη συνέχεια εξέγερση που πυροδότησε, όμως, το λαϊκό αίσθημα. Όχι δεν έριξε το Πολυτεχνείο τη χούντα, αλλά ξεσκέπασε το δήθεν δημοκρατικό προσωπείο που επεχείρησε να φορέσει και συνέβαλε στην αποδόμησή της και την τελική της πτώση, έστω κι έμμεσα. Ναι, πολλοί από τους ζωντανούς του Πολυτεχνείου εξαργύρωσαν την αγωνιστικότητά τους και την παρουσία τους εκεί με προβολή, βουλευτικές αποζημιώσεις, υπουργικές θέσεις και ευρωπαϊκές παχυλότατες αμοιβές και ναι, η τελική κατάληξη του συνθήματος «ψωμί-παιδεία-ελευθερία» δεν ήταν αυτή που φανταζόμασταν όλοι, όταν αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε το νόημά του. Όμως αυτό δεν αρκεί για να αποδομηθεί ο αγώνας της νεολαίας εκείνης. Γιατί υπάρχουν όχι μόνον οι νεκροί του Πολυτεχνείου, αλλά και οι υπόλοιποι ζώντες, αυτοί που δεν διεκδίκησαν τίποτε περισσότερο από αυτό που πέτυχαν τελικά. Να κυκλοφορούν ελεύθεροι με το κεφάλι ψηλά και το κούτελο καθαρό. Και μόνο γι’ αυτούς και γι’ αυτό που κατάφεραν, αξίζει να το θυμόμαστε πάντα το Πολυτεχνείο.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ