Δεν είναι πλέον καθόλου εύκολο να αναμετρηθείς μιλώντας για Ποίηση και ποιητές με το βίωμα μιας κουρασμένης από την κυριαρχία της ύλης κοινωνίας. Όμως ακόμη και σήμερα, στα όρια αυτής της παθητικής και αδιάφορης για όνειρα κοινωνίας, υπάρχουν ποιητές που μιλούν, υπάρχουν στίχοι που μιλούν και μπροστά τους είναι δύσκολο να σιωπήσεις.
Ένας απ’ αυτούς τους ποιητές είναι ο Σωτήρης Ζυγούρης. Κι απόψε, όπως ο ίδιος μας καλεί, δεν θα τον αναζητήσουμε στις φωτεινές επιγραφές/ στα στάνταρτ και τις προδιαγραφές/ Δεν θα τον αναζητήσουμε στις συναθροίσεις και στα λόγια της αγοράς. Τούτη την ώρα της αναζήτησης, ο ποιητής Σωτήρης Ζυγούρης με τα γερά χέρια του και το υψηλό ηθικό ανάστημα, μ’ ένα εισιτήριο και τις αποσκευές του/ έχει περάσει τα σύνορα.
Έχει περάσει τα σύνορα περπατώντας χιλιάδες χιλιόμετρα πάνω σε πέτρες κι αγκάθια για να μας φέρει ψωμί και νερό και τριαντάφυλλα. Πέρασε τα σύνορα, όπως ακριβώς πέρασε και τη ζωή του, μ’ ένα πικρό κομμάτι μαύρο ψωμί χαραγμένο με το ιδεόγραμμα του πόνου για την ευτυχία του κόσμου.
Ήθελα πολύ να μιλήσω για τον ποιητή Σωτήρη Ζυγούρη απόψε. Και η δυνατότητα που μου δόθηκε αποτελεί εξαιρετική τιμή για μένα. Αν και δεν τον γνώρισα προσωπικά, νιώθω πως τον γνώρισα πολύ καλά μέσα από τα ποιήματά του, τα οποία τα αγάπησα για πολλούς λόγους που θα αναφέρω στη συνέχεια, ο κυριότερος από τους οποίους είναι ότι δεν έλκονται από την εντροπία μιας κενόδοξης μεγαλοσύνης. Έγραψε κι ανέδειξε τα ποιήματά του με μια ανδροπρεπή ευαισθησία προσαρμόζοντας τη φωνή τους στους χαμηλούς τόνους της δικής του βαθιάς κι ειλικρινούς επικοινωνίας κι εξομολογητικότητας. Αν και οι μέρες του ήταν σκληρές σαν την πέτρα και η ζωή του απότομη σαν το γκρεμό, αυτός εσωτερίκευσε τη γλυκύτητα της μικρής του πατρίδας, εμπνεύστηκε από τις ροδαυγές του κόσμου, ταξίδεψε στον ορίζοντα και στο φως κι έφτιαξε μια ποίηση μουσκεμένη από ιδρώτα τίμιο και συνεπή, μια ποίηση που είναι αφιερωμένη στο βλέμμα πάνω από το χρόνο, στην ευθύνη απέναντι στην ιστορία, στην αθωότητα και στα δικαιώματα των παιδιών, στους μαχητές της πέτρας, του σιδήρου και της ανάγκης, στο σώμα της Άνοιξης και στον πρώτο ήλιο που φωτίζει τα πρόσωπα και τα χέρια των ωραίων κοριτσιών, μια ποίηση που είναι αφιερωμένη στον Άνθρωπο και στον Λόγο, στο μεγάλο ποτάμι της ειρήνης, στον άνεμο της αδελφοσύνης, στον ωκεανό της δικαιοσύνης.
Αγάπησα το Σ.Ζ. γιατί «πέρασε τη ζωή του μέσα στην απειλή της σιωπής». Γιατί ήταν απλός και ωραίος όπως ο ήλιος και ταπεινός όπως ο ουρανός. Γιατί ήταν δίκαιος και σεμνός και αγαπούσε τους απόμακρους και τους ξεχασμένους. Πάνω απ’ όλα, γιατί ακολούθησε συνειδητά μια στάση ζωής χωρίς συμβιβασμούς και βολέματα. Γιατί ξεκινώντας από την παράδοση αγωνίστηκε μόνος του να κατακτήσει, με επώδυνους ερευνητικούς αναβαθμούς, την προσωπική του απελευθέρωση συμφιλιώνοντας την εσωτερική βίωση των πραγμάτων και το νόημα της ύπαρξης με τους αγώνες για τα καίρια προβλήματα της εποχής του, της εποχής μας.
Ζούμε σε εποχές επικίνδυνου μηδενισμού. Αυτοί που θέλουν ν’ αλλάξουν την κοινωνία προς το καλύτερο – υποτίθεται – λένε ψέματα, καίνε, γκρεμίζουν, καταστρέφουν, ασχημίζουν. Εμείς οι υπόλοιποι τους κοιτάζουμε αμήχανοι. «Αυτοί που θα μιλούσανε πεθάναν όλοι νέοι» γράφει σ’ ένα στίχο του ο Μ. Αναγνωστάκης. Μέσα σε μία μόλις γενιά άλλαξε το περιεχόμενο και το νόημα του αγώνα ν’ αλλάξεις την κοινωνία και τον κόσμο. Κι όμως, τρόπος άλλος να μεταδώσουμε στους ανθρώπους την ομορφιά του κόσμου δεν υπάρχει, παρά μόνο η δύναμη του πνεύματος και οι ποιητικά αναβαπτισμένες λέξεις. «Δεν έχω στην εξουσία μου παρά είκοσι τέσσερα μολυβένια στρατιωτάκια, τα είκοσι τέσσερα γράμματα της αλφαβήτας, γράφει στην «Αναφορά στον Γκρέκο» ο Νίκος Καζαντζάκης. «Θα κηρύξω επιστράτευση, θα σηκώσω στρατό, θα παλέψω με το θάνατο!» Αυτός ήταν και ο δρόμος του Σωτήρη Ζυγούρη. Στηρίχθηκε με ευλάβεια στην ιθαγένεια της γλώσσας του, μιας γλώσσας απλής στην οποία όμως διευρύνεται το νόημα των λέξεων όπως διαστέλλεται το νόημα των καθημερινών μικρών πραγμάτων στα απείρως μεγάλα, και μ’ αυτή τη γλώσσα πάλεψε με την αδικία, την ασχήμια, την έχθρα και το θάνατο, μεταπλάθοντας τη ζωή σ’ ένα πιο αληθινό κι απ’ την αλήθεια όνειρο.
Κυρίες και κύριοι, υπάρχουν οι κοντινοί και οι μακρινοί φίλοι. Συμβαίνει πολλές φορές οι μακρινοί φίλοι να είναι πιο αληθινοί από τους κοντινούς, η φωνή τους να ακούγεται πιο στέρεη και τα μάτια τους να βλέπουν πιο καθαρά τον κόσμο. Τα μάτια του μεγάλου ποιητή είναι σαν τα μάτια του μικρού παιδιού που βλέπουν για πρώτη φορά τον κόσμο. Βλέπω τα μάτια του ποιητή Σωτήρη Ζυγούρη, τα μεγάλα παγερά απογεύματα του χειμώνα, πάνω σ’ ένα φύλλο χαρτί απ’ τα παλιά ημερολόγια να κάνουν έναν απολογισμό στα προηγούμενα και να σχεδιάζουν για τα χρόνια που έρχονται, ανεβαίνοντας ψηλά με την ανεμόσκαλα του χρόνου για να αφουγκρασθεί τους σφυγμούς του απείρου. Βλέπω τα δυνατά χέρια του Σωτήρη Ζυγούρη τα μελαγχολικά δειλινά του φθινοπώρου να γράφουν για τη Συρία, για τη μεγάλη φωτιά, για τους αμάχους και το αίμα, για τα παιδιά που παράτησαν το μάθημα στη μέση. Ακούω τον Σωτήρη Ζυγούρη να μου διαβάζει το ποίημα της ειρήνης και να με συμβουλεύει πως ευτυχία υπάρχει εκεί που δυο άνθρωποι συναντιούνται και δίνουν τα χέρια σ’ έναν όρκο αιώνιας φιλίας. Πως ευτυχία υπάρχει εκεί που ένα τραύμα γιατρεύεται απ’ τον επίδεσμο της καλοσύνης, ακούω τον Σωτήρη Ζυγούρη να μου λέει πως «ευτυχία υπάρχει εκεί που η μάνα λύνει τα χέρια της και ευλογεί το ταξίδι του γιού της».
* Η ομιλία του Βασίλη Τάτση στην εκδήλωση προς τιμήν του ποιητή Σωτήρη Ζυγούρη