Φτάνοντας απ’ το Κομμένο στο Λίντιτσε, το τσέχικο αυτό μαρτυρικό χωριό, που δοκίμασε σ’ όλη την έκτασή του τον ναζιστικό ρεβανσισμό, συλλογίζεσαι πως είναι ακόμα μακρύς ο δρόμος για τη δικαίωση των τραγικών θυμάτων της φασιστικής καταιγίδας και την οριστική αποτίναξη του ρατσισμού, που αποκτηνώνει τον άνθρωπο και κάνει την ιστορία να αποστρέφει το βλέμμα της με οργή απ’ το ανήμερο αυτό θηρίο της φρίκης.
Και σε κυριεύει ο τρόμος, όταν στέκεσαι ευλαβικά, τυλιγμένος μες στη βαθιά σιωπή σου, μπροστά στις προτομές των 82 παιδιών που τ’ αρπάξανε οι στρατιώτες απ’ την αγκαλιά των μανάδων τους για να τα οδηγήσουν στο θάλαμο αερίων και από εκεί στην πυρά και την εξαφάνιση.
Κι ακούς μέσα σου να παίζει μια περίεργη ελεγεία: τι είναι ο άνθρωπος; Ποια μοίρα τον διασπά και τον εξαγριώνει; Λες και δεν τον κράτησαν ποτέ μητρικά χέρια. Λες και δεν άλλαξε ποτέ δυο κουβέντες με φίλους. Για να τις ακούει, στην κόψη εκεί του ξυραφιού, να σφυρίζουν απ’ την άλλη πλευρά του λόφου και να κραυγάζουν: ΜΗ. Μη λερώνεις την ψυχή και τα χέρια σου με το αίμα των παιδιών, που σε κοιτάζουν τα μάτια τους έντρομα και σου ζητούν έλεος. ΜΗ.