Γράφει ο Νίκος Καζαντζάκης στην «Αναφορά στον Γκρέκο»: «Ένα μεσημέρι που περνούσα από τη ρίζα του Ψηλορείτη ακούω ψηλά από πάνω μου φωνή άγρια:

-Ε, πατριώτη, στάσου να σε ρωτήσω. Σήκωσα το κεφάλι και διέκρινα να ξεκόβει από ένα βράχο και να κατρακυλάει κάτω ένας άνθρωπος. Κατηφόριζε με φαρδιές δρασκελιές από βράχο σε βράχο, έβλεπα τώρα καθαρά πως ήταν ένας θεόρατος γερο – τσοπάνης. Τι να με θέλει; συλλογίστηκα. Γιατί τόση λαχτάρα;

-Ε, πατριώτη, μου κάνει λαχανιασμένος, τι γίνεται η Νορβηγία;

Είχε ακούσει πως μια χώρα κινδύνευε να σκλαβωθεί, και καλά-καλά δεν ήξερε τι είναι η Νορβηγία, πού βρίσκεται, τι άνθρωποι ζουν εκεί πέρα. Ένα μονάχα πράγμα καταλάβαινε καλά, πως κινδύνευε η ελευτερία».

Σκέφτομαι πως σήμερα το ενδιαφέρον και η ανησυχία αυτή για το μέλλον του κόσμου ατόνησε επικίνδυνα. Εμείς μέσα σε μία μόλις γενιά περάσαμε από τον άνθρωπο στο άτομο. Στο άτομο που όσο πιο φωτεινή η οθόνη στα μάτια του, τόσο σκοτεινότερη και μαύρη μπροστά η σκιά του.

Αλήθεια, σε ποιον πολιτισμένο κόσμο απευθύνεται η σπαραχτική κραυγή της μάνας που χάνει τα παιδιά της στη Συρία; Ποια αναπηρία μας εμποδίζει να δούμε τις καινούριες τρέλες των ανθρώπων και των θεών; Και πως η ιστορία είναι παρούσα στη δική μας στιγμή;

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ