Τον περασμένο Μάιο και σε προεκλογικό χρόνο ο πρώην πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, ανακοίνωσε έκτακτο (και «κοινωνικό» αποκαλούμενο) μέρισμα. Πολλοί είπαν ότι είναι προεκλογική στρακαστρούκα, αλλά αυτό «έπιασε» τόπο μεταξύ των φτωχοποιημένων και υπερφορολογημένων πολιτών.

Κυρίως, όμως, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο εκλογικό ποσοστό (31,5%) που συγκέντρωσε η αξιωματική αντιπολίτευση.

Τώρα, ενόψει Χριστουγέννων, ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, ανακοινώνει την εκ νέου χορήγηση «κοινωνικού» μερίσματος. Πολιτική που είχε καταδικάσει ως αντιπολίτευση. Θα πρόκειται για το τρίτο μέρισμα εντός 12μήνου, το οποίο προέρχεται από το φορο-ξεφλούδισμα των πολιτών. Σε τέτοιο βαθμό δε που αυτή η ακραία φορολογική πολιτική «αποδίδει» πλεόνασμα 6,8 δις ευρώ για τους τόκους (στους δανειστές εξωτερικού), συν 3 έως3,5 δις ευρώ ετησίως υπερπλεόνασμα που αναδιανέμεται αναλόγως των κομματικών αναγκών. Φέτος, επί παραδείγματι, από «ένα κοινωνικό μέρισμα ανά… πρωθυπουργό». Σχεδόν 1,8 δις ευρώ τον περασμένο Δεκέμβριο, περισσότερα από 1,2 δις ευρώ τον Μάιο του 2019, πάνω από 360 εκατ. ευρώ τα προσεχή Χριστούγεννα, χωρίς να υπολογίζονται οι φοροελαφρύνσεις του 1,2 δις ευρώ που ανακοίνωσε η νέα κυβέρνηση πριν δύο μήνες.
Τα εν λόγω ποσά δείχνουν ότι ακόμη και για τον ακραίο στόχο για πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ (6,6 δις ευρώ), οι φόροι που μπήκαν είναι πολλοί. Και αντί να γίνει αναπτυξιακή αφαίρεση φόρων οι κυβερνήσεις, συνεχόμενα, καταφεύγουν στα «δωράκια». Τα οποία τα έχουν ανάγκη οι πολίτες έστω και εκτάκτως. Πρωτίστως, βέβαια, λόγω της προηγηθείσας φοροεπιδρομής. Το μέρισμα με λίγα λόγια είναι το «κατάπλασμα» στην φορολογική πληγή.
Το εάν πρόκειται για λαϊκιστές ή για μετα-λαϊκιστές αυτό περιορίζεται στην πολιτική ιδιόλεκτο των κομμάτων. Τελικά, οι φόροι επιβάλλονται και ο κυβερνήτης άλλοτε ενδύεται τον «πατερούλη» και άλλες φορές τον «Αγιοβασίλη» και δίνει δωράκια… Πλέον «κοινωνικό» μέρισμα θα δίνεται και στις επιχειρήσεις. Ίσως για να δώσουν το δώρο Χριστουγέννων στους εργαζόμενούς τους…
Η οικονομία για να αναπνεύσει θέλει μείωση των επιβαρύνσεων. Και για να είναι παραγωγικές αυτές οι ελαφρύνσεις – προκειμένου να είναι αποδοτικές κοινωνικά και πολιτικά – θα πρέπει να αφορούν το σύνολο των πολιτών.
Τα προαναφερθέντα ποσά δείχνουν ότι η χώρα μπορεί να καταργήσει έναν τέτοιο ακραίο και αντιπαθή φόρο, τον ΕΝΦΙΑ. Παράλληλα με την αναγκαία αναδιαμόρφωση των δημοτικών φόρων. Το δημόσιο από τον φόρο στα ακίνητα δεν εισπράττει πάνω από 2,2 δις ευρώ ετησίως και εάν διατηρηθεί σαν φόρος μεγάλης περιουσίας, η απώλεια θα είναι κατώτερη του 1,5 δις ευρώ. Τα διπλάσια από αυτά μοίρασαν φέτος οι δύο πρωθυπουργοί… Επίσης, ο ΕΝΦΙΑ είναι περιττός παραγωγικά και αντιλαϊκός φόρος καθώς βαρύνει το 85% των πολιτών και το σύνολο των επιχειρήσεων. Πλήττει τον πυρήνα της ιδιοκτησίας και καταστρέφει το αίσθημα ασφάλειας μεταξύ διοίκησης και διοικουμένων.
Τα έσοδα επιτρέπουν, η οικονομία χρειάζεται, η κοινωνία έχει ανάγκη από τομές στη φορολογία και τις επενδύσεις. Αλλά το πολιτικό σύστημα κρύβεται πίσω από φτηνές κινήσεις λαϊκισμού ή μετα-λαϊκισμού (λαϊκισμός του επιχειρείν…).
Η κατάργηση του ΕΝΦΙΑ σε συνδυασμό με την χορήγηση Voucher απασχόλησης ύψους πχ 500 ευρώ για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής ανεργίας (κανείς εργαζόμενος στην οικογένεια) και την μείωση στο ελάχιστο όλων των εισφορών που δεν πηγαίνουν στην ασφάλιση και βαρύνουν την εργασία (αλληλόχρεη λογαριασμοί υπέρ Εργατικής Εστίας, Εργατικής Κατοικίας, ΔΛΟΕΜ κα), θα προσέφεραν την ελάχιστη κανονικότητα στην κοινωνία. Και γι’ αυτές τις δράσεις τα χρήματα υπάρχουν. Απλώς και αυτά δίνονται μόνον… εν είδει δώρων (Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης κα).
* Ο Χρήστος Μέγας είναι δημοσιογράφος

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ