Το εμβληματικό αυτό τραγούδι πάντα μου δημιουργούσε ανάμικτα συναισθήματα. Το 1976, όταν γράφτηκε από το Μάνο Λοίζο, σε στίχους Φώντα Λάδη, ήμουν φοιτητής και, θυμάμαι, πως αποτέλεσε το πιο γνωστό τραγούδι του μεγάλου δίσκου «Τα τραγούδια μας», γιατί «έδεσε» με την αγωνιστική ατμόσφαιρα της Μεταπολίτευσης, αποτελώντας μέχρι σήμερα έναν ύμνο των απεργών και του συνδικαλιστικού κινήματος.

Σήμερα, όταν το ακούω στις απεργίες νιώθω μια πίκρα, γιατί νομίζω πως η πορεία του μέσα στο χρόνο ενέχει, εκτός των άλλων, κάτι σαν ειρωνεία, σαν διάψευση. Είναι δύσκολο να το εξηγήσω αυτό. Μάλλον, έχει σχέση με το ότι άλλαξαν πολλά από τότε, όπως οι οικονομικές, εργασιακές και πολιτικές συνθήκες.
Κι εμείς αλλάξαμε, κι ο Γιώργος Νταλάρας άλλαξε που τότε ήταν μελαγχολικός και ντροπαλός κι έριχνε τα μάτια του κάτω όταν τον έπαιρνε η κάμερα, κι εκείνοι που έκαναν καριέρες άλλαξαν πατώντας στις πλάτες του συνδικαλισμού, κι ο πολιτικοποιημένος συνθέτης μας Μάνος Λοίζος έφυγε νωρίς και δεν είναι σήμερα εδώ να μας πει ποιο ρόλο διεκδικεί το τραγούδι του στις σημερινές συγκυρίες, όπου η τσιμινιέρα πάγωσε όχι από την απεργία συνεπών απεργών, αλλά από την αποβιομηχάνιση και το κλείσιμο των εργοστασίων που είναι η πραγματική χρεοκοπία της Ελλάδας.
Η δεκαετής και πλέον πολύπλευρη κρίση μας κρίνει όλους, είτε έχουμε το θάρρος να κοιταχτούμε στον καθρέφτη, είτε όχι.
Και από την κρίση αυτή δεν εξαιρούνται ούτε οι συνδικαλιστές εκείνοι που διαπλεκόμενοι με μέτριους πολιτικούς – τους οποίους εμείς ψηφίζαμε – έστηναν παραμάγαζα για να ελέγχουν το συνδικαλισμό με κάθε είδους μεθοδεύσεις και μηχανισμούς.
Βεβαίως υπήρξαν και συνεπείς συνδικαλιστές. Βεβαίως και ο συνδικαλισμός αποτελεί πυλώνα της Δημοκρατίας και στήριγμα των εργαζομένων. Βεβαίως, στο συνδικαλισμό χρωστάμε σε ένα βαθμό την άνοδο του βιοτικού μας επιπέδου όλα αυτά τα χρόνια. Όμως, η μεγάλη εικόνα θυμίζει «την ευγενή μας τύφλωση», εκείνο το δημοσίευμα μετά την ήττα του 1897, το οποίο σε πάρα πολλές περιπτώσεις την περίοδο από το ’80 και μετά εκφράζει την αδυναμία μας να δούμε καθαρά τα επερχόμενα, όπως στις αρχές του καινούριου αιώνα που σύσσωμοι συνδικαλιστές και πολίτες «αγωνιστήκαμε» στους δρόμους για να πετύχουμε την απόσυρση του ασφαλιστικού σχεδίου το 2001.
Είμαστε ένας λαός που ξεχνάει πολύ εύκολα και γρήγορα. Όμως το νυστέρι του χρόνου δεν μας αφήνει να ξεχάσουμε την κατάχρηση των απεργιών, τις αποφάσεις που παίρνονταν με ισχνότατες μειοψηφίες, τους εργατοπατέρες που κάλυπταν επίορκους και φυγόπονους συναδέλφους τους, τους συνδικαλιστές εκείνους που ασκούσαν χρόνιους εκβιασμούς γιατί το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν η σκανδαλώδης αύξηση των αποδοχών τους, χωρίς να νοιάζονται αν τα παιδιά τους θα έβρισκαν στο μέλλον δουλειά. Κάπως έτσι φτάσαμε στην απαξίωση του συνδικαλισμού και τις μέρες των συνελεύσεων και της συνδικαλιστικής αργίας γεμίζουν οι καφετέριες, με τα αγωνιστικά «φρέντο» να έχουν την τιμητική τους.
Άλλοι μιλούν για ιδιώτευση, άλλοι για ατομικισμό, άλλοι έχουν το θράσος να μπαίνουν στα γραφεία υπουργών και να χτυπούν με τσαμπουκά τη γροθιά τους στο τραπέζι, αλλά δυστυχώς δεν έχουν το θάρρος να αναλάβουν τις ευθύνες που τους αναλογούν, να παραδεχτούν ότι δεν εμπνέουν εμπιστοσύνη, ότι τα δικά τους «αγωνιστικά» λάθη τα πληρώνει ο λαός.
Είναι πολλά τα κεφάλαια της πολιτικής ετυμηγορίας που ακόμη γράφεται. Πολλοί από αυτούς που πρωταγωνίστησαν στις συνδικαλιστικές επάλξεις ήταν αυτοί που θα τα «έσκιζαν» όλα, αλλά όταν κάθισαν στις καρέκλες που ονειρευόντουσαν, εξαντλήθηκαν στις προσπάθειες αναστήλωσης του συστήματος που τους παρήγαγε, καταλήγοντας σε μια κόπια του κακού -του πελατειακού και παραθεσμικού- ΠΑΣΟΚ.
Σήμερα τα παιδιά μας είναι καταδικασμένα στην ανεργία, στις άθλιες εργασιακές συνθήκες, στην ξενιτιά. Σήμερα είναι απαραίτητο όσο ποτέ άλλοτε το συνδικαλιστικό κίνημα, απαλλαγμένο όμως από τις παθογένειες εκείνες του παρελθόντος, ένα κίνημα αναγεννημένο με μια άλλη νοοτροπία, χωρίς ιδεοληψίες, χωρίς κομματισμούς, παρατάξεις και χαρακώματα, και, κυρίως, χωρίς αριβίστες.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ