Στο Μουσείο του καθηγητή στη Σχολή Καλών Τεχνών Θεόδωρου Παπαγιάννη στο χωριό Ελληνικό Ιωαννίνων, μεταξύ των άλλων, υπάρχει και η αίθουσα των Ξενιτεμένων και των Ευεργετών. Εκεί, στο κέντρο αυτής της αίθουσας δεσπόζει η ανθρώπινη φιγούρα του Ξενιτεμένου που κάθεται σ’ ένα παγκάκι, μόνος, κουρασμένος και σύννους.
Δεν είναι ο καλοθρεμμένος μετανάστης που πλούτισε εύκολα σε ξένες χώρες, δεν ξέρω τελικά αν υπάρχουν τέτοιοι μετανάστες. Είναι ένας τσακισμένος άνθρωπος, που γύρω του απλώνεται μια παγερή μοναξιά, μια ερημιά, όπως ήταν η ζωή αυτών των ανθρώπων στην ξενιτιά. Το σώμα του είναι αργασμένο και γυρτό προς τα εμπρός, ενώ το δεξί χέρι του ακουμπάει στη βαλίτσα του, μια βαλίτσα σαν εκείνες τις παλιές που ήταν η μόνη σερμαγιά των ανθρώπων που έφευγαν από την πατρίδα, μέσα σε συνθήκες απείρως δυσκολότερες από τις σημερινές.
Είναι τόσο ζωντανό το δημιούργημα που ο επισκέπτης στέκεται εκστατικός μπροστά στο ρυτιδιασμένο πρόσωπο προσπαθώντας να συνομιλήσει, προσπαθώντας να καταλάβει τι κουβαλάει στη βαλίτσα του «ο Ξενιτεμένος και ο Ευεργέτης», ένα έργο συμβολικό όπως το συνέλαβε ο σπουδαίος Ηπειρώτης γλύπτης και ζωγράφος. Στερήσεις, βάσανα, πολλή υπομονή, μεγάλη νοσταλγία, αρρώστιες εκεί στη ξένη γη κι εκεί στην ξενιτιά, αλλά και μια μεγάλη αγάπη για την Πατρίδα. Μια μεγάλη αγάπη για την Πατρίδα, που είναι εντελώς ακατανόητη για μας σήμερα. Γι αυτό και μόλις έρχεται στο νου του επισκέπτη αυτή η φράση, κι ακόμη περισσότερο όταν πάει να τη γράψει νιώθει άβολα, νιώθει πως πρέπει να την αποφύγει, γιατί σήμερα ακούγεται μελοδραματική και ανόητα συναισθηματική.
Κι όμως. Αυτή η φιλοπατρία ήταν ο κυριότερος λόγος που οι περισσότεροι Ηπειρώτες ξενιτεμένοι έγιναν οι μεγάλοι Ευεργέτες μας, δωρίζοντας τις περιουσίες τους για σπουδαία πνευματικά ιδρύματα, μεταξύ αυτών και το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, η ανέγερση του οποίου κράτησε από το 1864 ως το 1880, και οι δαπάνες κατασκευής του που ξεπέρασαν το τεράστιο για την εποχή ποσό των 3.οοο.οοο δρχ., καλύφθηκαν από δωρεές των Νικόλαου Στουρνάρα, Μιχαήλ και Ελένης Τοσίτσα και κυρίως του Γεώργιου Αβέρωφ. Το Πολυτεχνείο το οποίο έγινε το σύμβολο του αντιδικτατορικού αγώνα το Νοέμβριο του 1973, αλλά και το σύμβολο μιας Ελλάδας που ρέπει προς την αυτοκαταστροφή με τους βανδαλισμούς από μειοψηφίες που, για μισό περίπου αιώνα, «αξιοποιούν» το άσυλο για σκοπούς που δεν έχουν καμία σχέση με το άσυλο και τη φιλοσοφία του, και με την ανοχή μιας κοινωνίας κι ενός πολιτικού προσωπικού που συντηρεί και συντηρείται από τον αέναο κύκλο της διχόνοιας και της χρεοκοπίας με επτά πολέμους, τέσσερις εμφυλίους και επτά πτωχεύσεις, στους δυο μόλις αιώνες του ελεύθερου βίου μας.
Το Πολυτεχνείο υπέστη σοβαρότατες καταστροφές το 1995. Ο καθηγητής Θ. Παπαγιάννης μάζεψε τα αποκαίδια των «αλλόγλωσσων» παιδιών μας και τα έκανε Τέχνη. Αυτή η Τέχνη είναι μια κραυγή πόνου για τις καταστροφές και ένα μήνυμα πως οι κοινωνίες αλλάζουν μόνο με τη δημιουργία, τον πολιτισμό και τη γνώση. Ας ακούσουμε, όμως, καλύτερα τον ίδιο: «Μάζεψα με πόνο ψυχής τ’ αποκαίδια από το καμένο Πολυτεχνείο κι έστησα σκιάχτρα να ξορκίσω τα κακά που πληθαίνουν γύρω μου. Φαντάσματα που τρομοκρατούν τα όνειρά μου κι αγριεύουν τον ύπνο μου. Έβγαλα το μαύρο από την ψυχή μου που χρόνια τώρα οι κάθε είδους εμπρηστές την ποτίζουν.
Όρθωσα σύμβολα της παρακμής ενός κόσμου που αλληλοσπαράσσεται και μιας πατρίδας που φαίνεται να μην έχει κανένα μέλλον. Σαν ειδωλολάτρης υψώνω ξανά τα ξόανα ξορκίζοντας την κακή μοίρα αυτού του τόπου. Στήνομαι με τις ώρες μπροστά τους αναζητώντας μάταια ένα νεύμα για καλές ειδήσεις. Μαζεύω τ’ αποκαίδια με απέραντη θλίψη από μια χώρα που καίγεται. Καίει τα πνευματικά της ιδρύματα και ό τι σημαντικό της έχει απομείνει κι όλοι καμώνονται πως δεν συμβαίνει τίποτα. Κι εμείς – για να παραφράσω τον ποιητή – κλεισμένοι στον κουτσομπολίστικο μικρόκοσμό μας, αλλοτριωμένοι, γεμάτοι κακίες και πείσματα, τέλεια ιδιώτες περί άλλων τυρβάζουμε. Ναι, τα φαντάσματα αυτά με εκφράζουν, γιατί είναι η δική μου αντίδραση σ’ ένα έθνος που μοιάζει υπνωτισμένο».