Αρχισα πριν χρόνια ένα βιβλίο για το χωριό μου, τη Γραμμενίτσα, και τώρα που το τελειώνω νιώθω ευτυχής. Και θα νιώσω πολύ περισσότερο ευτυχής, αν μ’ αξιώσει ο Θεός και … η τσέπη μου να το εκδώσω για να μοιραστούμε με τους συγχωριανούς μου μνήμες, αλλά και προβληματισμούς και προσδοκίες για το μέλλον, αφού κάθε μικρή πατρίδα είναι ταυτόχρονα κι ένα υποσύνολο της μεγάλης πατρίδας και ταυτόχρονα του σύγχρονου παγκοσμιοποιημένου χωριού.

Κι αυτό το σημείωμα δεν το γράφω για να προβάλλω την προσπάθειά μου. Καθόλου δεν μ’ ενδιαφέρουν ούτε οι προβολές, ούτε οι τιμές. Ελπίζω να καταλάβετε με τα όσα θα γράψω στη συνέχεια ποιο είναι το κύριο νόημα αυτού του σημειώματος. Πριν όμως θέλω να παραμερίσω τη λογική και να αφήσω την καρδιά μου να μιλήσει όπως θέλει αυτή.
Θα πρέπει να ήταν οι πιο ευτυχισμένες στιγμές της ζωής μου οι ώρες που καθόμουν μπροστά στον υπολογιστή κι ανακαλούσα στη μνήμη μου την ιστορία του χωριού μας. Δεν ντρέπομαι να πω πως πολλές φορές το πρόσωπό μου γέμισε με λυτρωτικά δάκρυα, γιατί τώρα με το φως του ηλιοβασιλέματος έβλεπα πιο καθαρά, όσα το εκτυφλωτικό φως του μεσημεριού συσκότιζε: τον τιτάνιο αγώνα των συγχωριανών μου και των γονιών μου στα χωράφια, τα ηλιοκαμένα πρόσωπά τους, τα λόγια τους που αποκτούσαν άλλο νόημα τώρα, τους παιδικούς φίλους, τους συμπαίκτες, τους συγχορευτές που ανεκλήθησαν βιαίως και αδίκως, τις νοερές συνομιλίες μαζί τους, καθώς η μια εικόνα έφερνε την άλλη κι έτσι αποκαλυπτόταν μπροστά μου η βαθιά ιδιοσυγκρασία του χωριού μου που με γέννησε, με ανέθρεψε και με σπούδασε.
Η εικόνα που κουβαλάω εντός μου από μικρό παιδί είναι εκείνη των αγροτών συγχωριανών μου, του Νίκου Θ. Ζαγαλίκη, του Βασίλη Φ. Νύχτη, του Κων. Σπύρου, του Κων. Α. Τάτση, του Βύρωνα Λ. Ανδ-ρέου, του Βασίλη Χρ. Τσιρογιάννη, και τόσων άλλων, που γύριζαν το σούρουπο από τα χωράφια στο χωριό με τα πρόσωπά τους γλυκά απ’ τον ιδρώτα και τα κορμιά τους αργασμένα από την κούραση. Νομίζω ότι αυτή η εικόνα διαμόρφωσε το δικό μου εικονοστάσι και ταυτόχρονα καθόρισε και την πολιτική και την ηθική στάση της ζωής μου αργότερα, με την έννοια ότι σε όλες μου τις επιλογές έπαιρνα θέση υπέρ των αγωνιζομένων, των αδυνάτων και των αδικημένων.
Πριν δέκα χρόνια, περίπου, βρέθηκα φιλοξενούμενος στη Μύκονο. Στην παρέα μας ήταν κι ο Στράτος ο οποίος μας πήγε μια μέρα στο περιβόητο «super paradise». Άγιος δεν είμαι, αλλά κυριολεκτικά μελαγχόλησα από την επιθετική χυδαιότητα, την προκλητική γύμνια, από αυτό το πανάσχημο κι εμετικό ξεσάλωμα που έβλεπα γύρω μου. «Τι έχεις, τι σκέφτεσαι», με ρώτησε ο Στράτος. «Τώρα καταλαβαίνω, Στράτο», του είπα, «ότι το πιο όμορφο μέρος του κόσμου είναι η πλατεία του χωριού μας».
Η πλατεία του χωριού μας με τους αγαπημένους μου συγχωριανούς να ζυγίζουν τα λόγια τους και να σωπαίνουν φυλάγοντας υπομονετικά στις καθημερινές τους χειρονομίες ένα παιδαγωγικό παράδειγμα αντίστασης στην ευτέλεια. Η πλατεία του χωριού μας με τα ευσχήμονα κορίτσια και τις γυναίκες μας, ας κουτσομπολεύουν και λίγο, δεν χάλασε ο κόσμος. Η πλατεία του χωριού μας με τον ειρηνικό και τίμιο αγώνα της νοικοκυροσύνης, με τα περήφανα πλατάνια και τη δωρική εκκλησία μας ατάραχη να κρατάει τις Ώρες της. Η πλατεία του χωριού μας με την αθωότητα και τις φωνές των μικρών παιδιών που παίζουν ανέμελα και ασφαλή, γιατί όλες οι παρέες είναι μία παρέα και μία καρδιά. Η καρδιά της μικρής μας πατρίδας.
«Μόνο ό,τι φυτρώσει και χτιστεί με μόχθο και πόνο είναι πατρίδα», γράφει ο Χρήστος Μποκόρος. «Ό, τι εισάγεται, διαφημίζεται, επιδοτείται, χαρίζεται, πωλείται και αγοράζεται στη θορυβούσα και γυαλιστερή επιφάνεια των αγορών άπληστων κερδοσκόπων με τις καλλωπισμένες συνοδείες τους, δεν είναι πατρίδα».
Είναι καιρός ακόμη, να μη ξεγελαστούμε άλλο από αυτή τη γυαλιστερή επιφάνεια του κόσμου. Η αρχέγονη πατρίδα με τα στοιχειώδη μιας λιτής ευημερίας είναι μπροστά μας. Και μέσα μας.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ