(Προφανώς και δεν σας ενδιαφέρουν οι προσωπικές μου εμπειρίες, φίλες και φίλοι αναγνώστες. Σκέφτηκα όμως, καλοκαιράκι που είναι, να ξεφύγουμε λιγάκι από τα βαριά και στενάχωρα θέματα της πολιτικής και της οικονομίας με μια ανάλαφρη κι αισιόδοξη ιστοριούλα, που εκτυλίχθηκε πριν πέντε χρόνια, αλλά τη θυμάμαι διαρκώς).

Το είχα καταλάβει από την ώρα που έδενα το μουσαμά πως κάθε πράμα θέλει την τέχνη του. Όταν όμως πλησιάζοντας προς το Ανοιξιάτικο τον άκουγα να χτυπιέται με πάταγο πάνω στην οικοσκευή του γιου μου που μετέφερα με το ταπεινό αγροτικό μου στην Πάτρα, θυμήθηκα και ξαναθυμήθηκα το συχωρεμένο συμπέθερο Μίχο Φλιτούρη που έδενε με τέτοια τέχνη τα σακιά στον «Μούρτζο» του, το κάτασπρο άλογό του, που δεν ξέσερναν ούτε εκατοστό, όταν μετέφερνε τα ζαρζαβατικά του απ’ το ποτάμι στη λαική.

Εκτός από την απογοήτευσή μου, στο Ανοιξιάτικο με περίμενε και το μπλόκο της Τροχαίας. «Δεν φοράτε ζώνη, κύριε», ήταν τα πρώτα λόγια του νευρικού τροχονόμου, μετά την «καλημέρα» του, κι εγώ τότε μόλις συνειδητοποίησα ότι, όντως, από το άγχος μου είχα ξεχάσει τη ζώνη. «Ναι, δε φοράω», ψέλλισα με τα χέρια μου εντελώς μηχανικά να ψάχνουν για δίπλωμα και λοιπά χαρτιά.

Πλησίασε και ο δεύτερος τροχονόμος, ένα ψηλό λεβεντόπαιδο, που μου ζήτησε να βγω έξω και να κοιτάξω το μουσαμά. «Είναι πάρα πολύ επικίνδυνο και για σένα και για τους άλλους» μου είπε με μια γλυκιά σύνεση. «Και εκτός αυτού, δεν γνωρίζεις ότι απαγορεύεται να μεταφέρεις οικοσκευή με το αγροτικό σου;»

Έμεινα. Δεν ήθελα και πολύ άλλωστε, γιατί ήμουν ήδη κουρασμένος από την προσπάθεια να φορτώσω τα πράγματα, ανασφαλής για την εξέλιξη του ταξιδιού, και τώρα, περιμένοντας την ετυμηγορία της εξουσίας για το ύψος του προστίμου, ένιωθα τα πόδια μου να με κρατούν μεν, με όχι και τόσο μεγάλη άνεση δε.

«Να πάτε πιο μπροστά και να δέσετε γερά το μουσαμά σας», ήταν τα λόγια του τροχονόμου εκείνου που άρχισε να συντάσσει την κλήση. Υπάκουσα. Θα πρέπει να ήταν αρκετά απαισιόδοξη η εικόνα μου και εκ προοιμίου απολύτως ατελέσφορες οι προσπάθειές μου, διότι ο άλλος τροχονόμος, το αρχοντόπουλο που σας έλεγα, άφησε τα συμπράγκαλά του στο καπό του περιπολικού, με πλησίασε με χαμόγελο που στη στιγμή σιγουρεύτηκα πως το πήρε προίκα από την καλοσύνη της μάνας του, της παραδοσιακής μεγαλόψυχης ελληνίδας μάνας, κι άρχισε να δένει με δυνατές και σίγουρες κινήσεις το μουσαμά, ώστε να αντιστέκεται στη μεγάλη δύναμη του αέρα.

Στη συνέχεια γύρισε, είπε δυο κουβέντες με το συνάδελφό του, πήρε γρήγορα τα χαρτιά μου και τα ‘βαλε στα έκπληκτα χέρια μου. «Καλό ταξίδι», μου ευχήθηκε. «Και καλές σπουδές στο γιο σου!».

Μπήκα στο αυτοκίνητο, ακούμπησα τα χέρια μου στο τιμόνι κι έμεινα εκεί. «Φύγε, πριν το μετανιώσω», μου είπε χαμογελώντας πάντα. Τον κοίταξα στα μάτια με θάρρος αυτή τη φορά. Κι αυτό το κοίταγμα ήταν ένα βαθύ «ευχαριστώ» και, παράλληλα, η ψυχική παραδοχή πως απέκτησα άλλον έναν μακρινό αλλά αληθινό φίλο. Όχι γιατί δε με «έγραψε», αλλά γιατί η καλοσύνη που έρχεται σε δύσκολες στιγμές από εκεί που δεν το περιμένεις, είναι διπλή καλοσύνη και διπλή συγκίνηση, αποτελεί δε τη μεγαλύτερη απόδειξη πως υπάρχει Θεός και πως «ο άνθρωπος θείας μετέσχε μοίρας». Γι’ αυτό – όπως γράφει ένας άλλος μακρινός φίλος, ο Ν. Γ. Πεντζίκης, «στις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς μου που αναπαύομαι στην ήσυχη σιωπή, ακούω βουβά, πρόσωπα, ονόματα, γεγονότα, όσα παρουσιάζει η άβυσσος της μνήμης, συνειδητοποιώντας μιαν άλλη χρονική διάρκεια, που μου επιβάλλει να παραδεχτώ ως ορθότερο το λογικά (και νομικά) εσφαλμένο».

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ