Για Πέμπτη συνεχόμενη χρονιά οι Υφο-ποιοι του Πολιτιστικού Συλλόγου Κομποτίου μας προσφέρουν ποιοτικό θέατρο, αυτή τη φορά με ένα σύγχρονο έργο, γραμμένο από τον 52χρονο σκωτσέζο συγγραφέα, Άντονι Νίλσον.

Τα έργα του Νίλσον εξερευνούν τη σύγχρονη κοινωνία, κυρίως ως προς τη βιαιότητα και το σεξουαλικό της κυνισμό, με τάση προς την προκλητικότηταΟ ίδιος αυτοχαρακτηρίζεται ως πειραματικός θεατρικός συγγραφέας. Όμως, παρά την τάση του να προκαλεί, το έργο που επέλεξαν οι Υφο-ποιοι, θεωραίται ένα αριστούργημα της σύγχρονης κωμωδίας και δεν μπορεί παρά να το προσέξει κανείς. Πρόκειται για το έργο «Κατά συνθήκην ψεύδη» (πολύ καλύτερη και πιο κοντά στο πραγματικό νόημα του αυθεντικού τίτλου “The Lying kind”,δηλ. “ το να ψεύδεσαι με ευγενικά κίνητρα”, από την πιο διαδεδομένη απόδοση «Ψέμα στο ψέμα», του ίδιου έργου).
Τα μπερδέματα που δημιουργούνται ακόμα κι από ένα «αθώο» ψέμα οδηγούν σε πολύπλοκες δυσχέρειες. Πρόκειται για ένα μάθημα ζωής που οι ατυχείς αστυνομικοί Γκόμπελ και Μπλαντ θα θυμούνται, δεδομένου ότι η διαδοχή των παρεξηγήσεων στο έργο προκύπτει από την αρχική απροθυμία τους να ενημερώσουν γρήγορα ένα ηλικιωμένο ζευγάρι την παραμονή των Χριστουγέννων για το θάνατο της κόρης τους. Αντ ‘ αυτού, κοντοστέκονται στο κατώφλι, διαφωνώντας σχετικά με το ποιου είναι η σειρά να αναγγείλει τις κακές ειδήσεις, μια κατάσταση που περιπλέκεται από την αιφνίδια άφιξη της Γκρόνυα, εκδικητικής γυναίκας που ψάχνει να λυντσάρει έναν νεοαφιχθέντα στη γειτονιά παιδεραστή. Μόλις αναχωρεί, οι δύο αστυνομικοί βρίσκονται αντιμέτωποι με το ηλικιωμένο ζευγάρι, την Γκάρσον που παθαίνει κρίσεις άνοιας και τον βαρήκοο σύζυγό της, Μπαλτάζαρ, που αμέσως υποθέτουν ότι το χειρότερο συνέβη στο σκυλάκι τους που λείπει για μια εβδομάδα, χωρίς να βάλουν κακό στο κεφάλι τους για την κόρη τους. Οι αξιαγάπητοι αλλά δύσμοιροι αστυνομικοί βρίσκουν γρήγορα ότι τα πράγματα βαίνουν ραγδαία εκτός ελέγχου, όταν στην υπόθεση εμπλέκονται ο παπάς της ενορίας και μια συνώνυμη της νεκρής κόρης περαστική νεαρή που ψάχνει το σκυλάκι της.
Από πολλές απόψεις, το έργο είναι όλα όσα θα περιμέναμε από μια φάρσα σφιχτά γραμμένη, χωρίς πλατειασμούς, που εκτελείται με το σωστά ανέκφραστο ειρωνικό χιούμορ και τη σωστή ταχύτητα. Υπάρχει σχεδόν πάντα κάποιο είδος εσωτερικής λογικής στην πλοκή, που είναι συχνά πολύ σουρεαλιστική, όμως εξαιρετικά αστεία και συχνά ανατέμνει τη σύγχρονη κοινωνία με τρομακτική ακρίβεια. Επίσης, υπάρχουν πολλές παρεξηγήσεις που οδηγούν σε κάποιες απίστευτα αστείες στιγμές. Το παιχνίδι είναι όμορφα δομημένο και γεμάτο δράση, και κάθε φορά που φαίνεται να έχει φθάσει μια ανάπαυλα, υπάρχει μια νέα συγκλονιστική εξέλιξη που κρατά την αφηγηματική πορεία προς τα εμπρός. Αν υπάρχει μια ανησυχία με το έργο, είναι η απεικόνιση της Γκάρσον ως γυναίκας της οποίας η άνοια επιστρέφει τις σκέψεις της σε μια παραμονή σε ένα κρουαζιερόπλοιο στις αρχές της δεκαετίας 1960.
Η εστίαση στις ξαφνικές ερωτικές ροπές της για τον Μπλαντ, για τον οποίο πιστεύει ότι είναι ο καπετάνιος του πλοίου, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως παρωδία της ψυχικής ασθένειας. Αυτό που σώζει την κατάσταση είναι το γεγονός ότι, τη στιγμή που φτάνουμε στην κορύφωση, η Γκάρσον ξαφνικά φαίνεται να είναι ο μόνος λογικός χαρακτήρας πάνω στη σκηνή. Παρά τις μάλλον υπερβολικές απεικονίσεις των αυτόκλητων τιμωρών της παιδεραστίας και ενός νεκραναστημένου τσιχουάουα, αυτό το ένδοξα άτακτο κωμικό έργο καταλήγει με ένα μάθημα ζωής που φαίνεται ότι γίνεται αποδεκτό: είναι πάντα πιο απλό να πεις την αλήθεια ακόμη και όταν, όπως παραδέχεται ένας χαρακτήρας, «θα μπορούσε να είναι δυσάρεστη». Ωστόσο, υπάρχει μια παρατεταμένη αμφιβολία στο μυαλό μας στο τέλος. Η νεαρή κόρη της Γκρόνυα, Κάρολ, σε ένα σημείο επιμένει ότι έχει κακοποιηθεί σεξουαλικά από τον αδελφό της μητέρας της, χωρίς να γίνεται πιστευτή. Η αλήθεια, μερικές φορές, δεν φαίνεται να είναι αρκετή.
Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, το έργο χρειάζεται προσεκτική και ισορροπημένη προσέγγιση για να μην καταλήξει σε εξωφρενικές εξαλλοσύνες και υπερβολές. Η Αφροδίτη Κατσαούνου το προσέγγισε με σεβασμό στις προθέσεις του συγγραφέα, αλλά και προσεκτικότητα ως προς την πιο κοντά στα ελληνικά δεδομένα απόδοση των χαρακτήρων.
Περιόρισε τις περιπαικτικές αναφορές στις ερωτικές νύξεις της ηλικιωμένης Γκάρσον προς το νεότερό της αστυνομικό Μπλαντ στη διάρκεια των κρίσεων άνοιας, έφερε σε πιο λογικά αποδεκτές ενέργειες τη συμπεριφορά της Γκρόνυα, χωρίς να μεταβάλλει, όμως ούτε το αστείο του χαρακτήρα τους ούτε την ψυχική απόδοσή του. Σεβάστηκε το έργο αλλά και το θεατή και πέτυχε.
Ο Γιώργος Μαλιγιάννης, ως Μπλαντ, πρακτικός αλλά και καλόκαρδος αστυνομικός που παραπαίει μεταξύ του υπηρεσιακού καθήκοντος και της έκφρασης ανθρωπιάς που είναι φυσική του ιδιότητα, αποδίδει έξοχα έναν τύπο που θα μπορούσε να είναι η σύζευξη ενός άγγλου πόλισμαν με έναν έλληνα αστυνομικό της επαρχίας. Οι κινήσεις του και, κυρίως, οι εκφράσεις του όταν δε μιλάει, δείχνουν ότι κατακτά σταδιακά υψηλό επίπεδο υποκριτικής ικανότητας. Ο Παναγιώτης Ντούλας, ως Γκόμπελ, εξίσου καλόκαρδος, αλλά αφελέστερος αστυνομικός που ονειρεύεται κάποτε να τον συγχαρούν γιατί δεν έφτασε πουθενά, δίνει με τρόπο πειστικό και με μέτρο το χαρακτήρα του ήρωά του, έτσι ώστε να μην καταλήξει καρικατούρα. Αντιθέτως προκαλεί τη συμπάθεια και την αυθόρμητη συμπαράσταση του θεατή. Η αντίδραση και των δύο στο απρόοπτο συμβάν της παράστασης που είδα δείχνει ότι έχουν και θετική σκηνική εμπειρία.
Ο Δημήτρης Μούτσιος, ως Μπαλτάζαρ, ηλικιωμένος σύζυγος μιας γυναίκας με κρίσεις άνοιας, καταφέρνει να ισορροπήσει εξαιρετικά ανάμεσα στην ανάγκη να φροντίσει τη σύζυγό του, αλλά και στο παράδοξο να έχει στο σπίτι του ξένους να τον παρηγορούν για το σκυλάκι του, μδ τρόπο που όχι μόνο να γίνεται πιστευτός, αλλά να φαντάζει ως απολύτως λογικό όλο αυτό που συμβαίνει! Ο Κωνσταντίνος Σωτηρίου, ως ιερέας Σάντυ, άρτι αφιχθείς στην ενορία, προσφέρει έναν τύπο που ολοκληρώνει το παζλ των συμβολισμών του έργου με μέτρο και αξιοπρέπεια. Αποδίδει το ρόλο του με φυσικότητα και προσοχή.
Η Παναγιώτα Κολιούλη, ως Γκρόνυα, επιθετική εκπρόσωπος της Οργάνωσης Προστασίας Ανηλίκων, μας πείθει ότι και στην καθημερινότητά της δεν κάνει άλλο από το να χειροδικεί και να τα βάζει με «μάτσο» άντρες. Η εκφορά του λόγου, η κινησιολογία και οι εκφράσεις της δείχνουν εμπειρία, μελέτη του χαρακτήρα και έμφυτο ταλέντο. Η Ευαγγελία Βλαχοπάνου, ως Γκάρσον, ηλικιωμένη μητέρα μιας κόρης που ακόμα δεν έχει φανεί και ιδιοκτήτρια ενός σκύλου που έχει χαθεί, προσεγγίζει με τρυφερότητα και σεβασμό τα προβλήματα του χαρακτήρα της και αποδίδει πειστικά το ρόλο της, με ύφος που παραπέμπει στην «Πασταφλώρα» της Μαίρης Αρώνη. Η Άννα Κάκκου, ως Κάρολ, κόρη της Γκρόνυα, προσφέρει με την παρουσία της υποσχέσεις ουσιαστικής θεατρικής εξέλιξης. Έχει τις δυνατότητες να συνεχίσει σε ρόλους με απαιτήσεις. Η Βασιλική Χαβέλα, δίνει με την ξαφνική παρουσία της πειστική λύση στο τέλος.
Τα σκηνικά των Χρήστου Παππά και Σωτήρη Γούσια είναι λειτουργικά και εκφράζουν και το πνεύμα και το στυλ της περιοχής και της εποχής. Τα κοστούμια των Χρήστου Παππά και Βασιλικής Χαβέλα, ταιριάζουν «γάντι» στους χαρακτήρες που ντύνουν.
Η Έλσα Λιάπατα χειρίζεται άψογα τον ήχο και τους φωτισμούς αναδεικνύοντας τα ουσιαστικά μέρη της παράστασης. Το μακιγιάζ και οι κομμώσεις της Μαίρης Μπράμη υπηρετούν άψογα το τελικό θετικό αποτέλεσμα. Μια ακόμα αξιολογότατη παράσταση από τους Υφο-ποιους!

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ