Πάντοτε είχα μια δυσκολία να βρω απόλαυση στα έργα των μεγάλων δραματουργών της Σκανδιναβικής χερσονήσου. Από τους μεγάλους του 19ου αιώνα (Ίμπσεν, Στρίντμπεργκ), μέχρι τους νεότερους του 20ου (Βάις, Μπέργκμαν, Φον Τρίερ), μου φαινόταν ότι το έργο τους είναι αρκετά «σκοτεινό» και κάπως αταίριαστο για τα δικά μου γούστα.
Είναι αλήθεια δύσκολο να καταλάβουμε οι Έλληνες, συνηθισμένοι στη λάμψη του φωτός, όπου όλα όσα συμβαίνουν διακρίνονται καθαρά και εξηγούνται υπό το πρίσμα μιας κρυστάλλινης λογικής, την ποιητικά ρομαντική, όσο και μυστικιστική ψυχοσύνθεση των βόρειων λαών, που, αναγκασμένοι να ζουν σε συνθήκες χωρίς ήλιο για μεγάλα διαστήματα, αναζητούν εσωτερικές διαδρομές για τη λύτρωση της ψυχής. Αν σ’ όλα αυτά προσθέσουμε και την ασφυκτικά ελεγκτική προτεσταντική νοοτροπία και ηθική που τους διέπει, αντιλαμβανόμαστε γιατί τα έργα των σκανδιναβών είναι «βαριά». Για τους ίδιους λόγους, βεβαίως, ασκούν πάνω μας μιαν απροσδιόριστη γοητεία. Μια τέτοια έλξη οδήγησε και τους συντελεστές της θεατρικής σκηνής του «Μακρυγιάννη» να ανεβάσουν φέτος το αριστούργημα του Σουηδού συγγραφέα Αύγουστου Στρίντμπεργκ, «Δεσποινίς Τζούλια» και η παρακολούθηση αυτής της παράστασης αποτέλεσε, παραδόξως, απόλαυση ακόμα και για έναν προκατειλημμένο θεατή, όπως εγώ.
Ο Στρίντμπεργκ (1848-1912), γιος μικροαστού πατέρα που παντρεύτηκε την παραδουλεύτρα της οικογένειας μητέρα του γιού του, όταν αυτή έμεινε έγκυος, έχασε τη μητέρα του σε ηλικία 13 ετών και μεγάλωσε με μητριά την ήδη γκουβερνάντα του την οποία σχεδόν αμέσως μετά το θάνατο της πρώτης συζύγου του, παντρεύτηκε ο πατέρας του. Απ’ ό,τι φαίνεται από την προσωπική του ζωή (τρεις γάμοι, πέντε παιδιά, τρία διαζύγια) δεν κατόρθωσε να απαλλαγεί από τα παιδικά αρνητικά βιώματα, ενώ ανέπτυξε στοιχεία φαινομενικά μισογυνισμού και αντιφεμινισμού, ήδη από τα πρώτα του διηγήματα. Ωστόσο, όπως έγραψε σ’ ένα θεατρικό του σημείωμα ο Άγγελος Τερζάκης, «η γυναίκα θ’ ασκήσει πάνω στη ζωή του Στρίντμπεργκ μια αλλόκοτη και αντιφατική έλξη. Έχει συνειδητοποιήσει όσο κανένας άλλος το δραματικό, το σχεδόν μοιραίο βάρος του θηλυκού στοιχείου μέσα στη ζωή. Έβλεπε στην πάλη άντρα – γυναίκας μια στοιχειακή αναμέτρηση, που παίρνει διαστάσεις φυσικού νόμου».
Στο έργο «Δεσποινίς Τζούλια» ο Στρίντμπεργκ επιχειρεί κάτι πρωτοποριακό για την εποχή του, σε μια προσπάθειά του να αναμορφώσει το θεατρικό δράμα σε μορφή συνταιριασμένη με τις ανάγκες της εποχής του, ιδιαίτερα με τις νέες εξελίξεις στον τομέα της ψυχολογίας και της ψυχιατρικής. Η πάλη των τάξεων, δοσμένη μέσα από την πάλη των φύλων, βρίσκει στο έργο αυτό μια μοναδική έκφραση με καίρια στόχευση.
Ένα βράδυ καλοκαιριού, στην ξέφρενη γιορτή των υπηρετών, όπου το αλκοόλ ρέει άφθονο, η κόρη του κόμη της περιοχής και εργοδότη των υπηρετών, δεσποινίς Τζούλια, διεγείρει υπερβολικά τον υπηρέτη του πατέρα της, Ζαν, με τελικό αποτέλεσμα τη συνεύρεσή τους. Μόλις αυτό συμβεί, οι ισορροπίες αλλάζουν και τα φύλα, όπως και οι εξουσίες αναποδογυρίζουν. Η δράση λαμβάνει χώρα στην κουζίνα της έπαυλης του πατέρα της Τζούλια, όπου η μνηστή του Ζαν, η υπηρέτρια Κριστίν, μαγειρεύει και μερικές φορές κοιμάται, ενώ ο Ζαν και η Τζούλια μιλούν.
Το έργο βασίζεται σε τρία και μόνα πρόσωπα, έναν άνδρα και δύο γυναίκες. Ο Ζαν, γοητευτικός, με άψογους τρόπους χρησιμοποιεί τα εξωτερικά αυτά γνωρίσματα ως όπλα με τα οποία θα πολεμήσει σιγά-σιγά την τάξη που τον καταπιέζει από παιδί. Πρόθεσή του είναι να πάρει εκδίκηση για την καταπίεση αυτή, κάτι που κουβαλάει μέσα του από τότε που η μικρή Τζούλια κυριαρχούσε στην έξαψη των παιδικών του ονείρων. Η Τζούλια αποτελεί την έκφραση μιας έντονης σύγκρουσης ανάμεσα στη φυσική γοητεία και τις παρορμήσεις της ηλικίας της αφενός και στο πλαίσιο πειθαρχίας και αυτοσυγκράτησης που επιβάλλει η ηθική της κοινωνικής τάξης όπου ανήκει, σε συνδυασμό με την τάση της να κυριαρχεί στα αρσενικά με τα οποία σχετίζεται. Όταν οι παρορμήσεις κυριαρχήσουν και έλθει το παραστράτημα, οι ισορροπίες θα ανατραπούν. Η Κριστίν αποτελεί την επιτομή της μικροαστικής προτεσταντικής ηθικής.
Είναι μια γυναίκα συνειδητοποιημένη που έχει περίπου υποταχθεί στην αντίληψη της εποχής της για το φύλο της και ακολουθεί πιστά και ολοκληρωτικά τους κανόνες.
Οι συγκρούσεις των τριών προσώπων γίνονται στα όρια που χωρίζουν το ενστικτώδες από το κοινωνικό, φέρνοντας αντιμέτωπα το συνειδητό με το ασυνείδητο. Πρόκειται για ρόλους που δεν παίζονται από τους ηθοποιούς συμβατικά, αλλά απαιτούν ένα είδος μυστικιστικής επαφής τους με το ίδιο το φύλο τους.
Η σκηνοθεσία της Ζωής Μπαρτζώκα επικεντρώθηκε κυρίως στη μάχη των φύλων (όπως φαίνεται και από το σκηνοθετικό σημείωμα στο πρόγραμμα της παράστασης), δεν παραμέλησε, ωστόσο, και το ταξικό στοιχείο, χωρίς το οποίο το έργο θα ήταν ελλιπές. Επιμελήθηκε ιδιαίτερα τις σκηνές της έντασης έτσι ώστε να κινούνται στα όρια της συγκρουσιακής κατάστασης συνειδητού-ασυνείδητου, με επιτυχία, ενώ δεν παρέλειψε να «περάσει» μικρές λεπτομέρειες που αποδίδουν την ηθική αντίληψη της κοινωνίας του έργου και της εποχής του (αναφορές στην εκκλησία και τη θέση της γυναίκας, το άναμμα το καντηλιού από την Κριστίν, ο σταυρός στο μέρος του σκηνικού όπου βρίσκονται τα πράγματά της). Το αποτέλεσμα τη δικαιώνει.
Ο Κώστας Γρούμπας, στο ρόλο του Ζαν, δίνει με μεγάλη πειστικότητα όχι μόνο τη γοητεία του αρσενικού που «παίζει» ερωτικά με ένα θηλυκό ανώτερης τάξης, αλλά, πολύ περισσότερο, την καταπιεσμένη οργή του υπηρέτη που νιώθει ότι αξίζει περισσότερα από όσα λαμβάνει από την κοινωνία όπου ζει. Η κινησιολογία του, οι παύσεις, αλλά και οι εντάσεις του (χωρίς υπερβολή, με έντονη εσωτερικότητα στην εκδήλωσή τους), δείχνουν θεατρική εμπειρία και στιβαρότητα.
Η Ζηνοβία Μήτση, ως δεσποινίς Τζούλια, πλάθει ένα ρόλο δραματικό με φυσικότητα και απλότητα. Προκλητική, χωρίς εξαλλοσύνες, προσποιητά αφελής, όταν θέλει να τραβήξει την προσοχή του Ζαν, καταπιεστική απέναντι στην υπηρέτρια Κριστίν, ανεβάζει σταδιακά την ένταση του χαρακτήρα τον οποίο υποδύεται για να καταλήξει σε ένα κρεσέντο εσωτερικού σπαραγμού αλλά και απελευθερωτικής αυτοκαταστροφής.
Η Ζωή Μπαρτζώκα πλάθει μια Κριστίν όπως ακριβώς θα πρέπει να είναι σύμφωνα με το έργο και την ανάγνωσή του. Η στιγμή όπου σιωπηλά (μόνο με την έκφραση του προσώπου και τις κινήσεις) περιποιείται το πρόσωπό της στο καθρεφτάκι της, είναι πραγματικά σεμιναριακή.
Η σκηνογραφία αποδίδει άψογα τη «σκοτεινότητα» του έργου, τα ηχητικά και οι φωτισμοί του Λεωνίδα Σπαή και του Θανάση Καλοβελώνη αναδεικνύουν την ουσία της παράστασης, τα κοστούμια αποδίδουν την ψυχοσύνθεση των ηρώων τους. Πρόκειται για μια καλοδουλεμένη και πολύ προσεγμένη δουλειά με εξαιρετικό αποτέλεσμα!