Κατεβήκαμε απ’ τα γραφεία του «Ταχυδρόμου» για έναν περίπατο στη Σκουφά με το φίλο Τάκη Ντάλα. Και πέσαμε πάνω σ’ έναν εκπληκτικό πίνακα. Στη μιαν άκρη του δρόμου έπαιζε μελωδικούς ήχους με την κιθάρα του ο νεαρός εκ Βόλου φοιτητής του Τμήματος Λαϊκής και Παραδοσιακής Μουσικής του ΤΕΙ Ηπείρου. Και ακριβώς απέναντί του στεκόταν και άκουγε με κατάνυξη η εκ του μακρινού Αφγανιστάν οικογένεια των προσφύγων, η οποία φιλοξενείται στο Hot Spot Φιλιππιάδας και βρέθηκε για πρώτη φορά στην πόλη μας. Δεν ήταν απλά μια εικόνα που διασπά τη μονοτονία της καθημερινότητας. Ήταν-και είναι- η άλλη, η αδοκίμαστη ομορφιά, που ανακρίνει την ανθρωπιά μας και τον πολιτισμό μας.
Πώς ν’ αντισταθείς στον πειρασμό και ν’ αποφύγεις τη χειραψία και την κουβέντα με τους ανθρώπους αυτούς; Που διήνυσαν με τα πόδια τους χιλιάδες χιλιόμετρα περνώντας μέσα από άβατες οροσειρές και αφιλόξενα τοπία θανάτου; Και τραμπαλίστηκαν καρδιοχτυπώντας μερόνυχτα στα κύματα του Αιγαίου, με χαραγμένη στην ψυχή τους τη βεβαιότητα του πνιγμού και του χαμού;
Δεν ξέρω αν περιγράφεται αυτό που λέμε ανείπωτη χαρά και αν υπάρχουν λέξεις για να αποδώσουν την πιο εσώτερη ανάγκη του μετέωρος ανθρώπου για μια κουβέντα, για ένα χαμόγελο, για μια ελάχιστη πράξη φιλίας και αγάπης. Ξέρω -και θέλω να πω- πως οι απλοί και πονεμένοι αυτοί άνθρωποι έδιναν την εντύπωση των πουλιών που έβγαιναν απ’ το κλουβί τους και ανάπνεαν τον αέρα της ελευθερίας, όπως τον ανέπνεαν όλοι αυτοί που κυκλοφορούσαν εκείνη την ώρα στο κέντρο της πόλης. Και πως ένιωθαν να ανήκουν, έστω για λίγο, κι αυτοί στον κόσμο όπου ανήκουμε κι εμείς. Με το ελάχιστο δικαίωμα να ακούνε στημένοι μια νότα, μια μελωδία, έναν ήχο που ποιος να ξέρει τι θα ξυπνούσε μέσα τους και σε ποιες θάλασσες θα τους ταξίδευε.
Μείναμε μαζί τους για λίγο και προσπαθήσαμε να κάνουμε μια κουβέντα στο πόδι. Αλλά αυτό που καταγράψαμε εντέλει ήταν η χαρά τους. Και η γλυκύτητά τους. Και η σφοδρή επιθυμία τους να μιλήσουν με τις ελάχιστες ελληνικές λέξεις που γνωρίζουν, να ανοίξουν κάπου την καρδιά τους, να αισθανθούν πως κάποιοι συνάνθρωποί τους στάθηκαν μαζί τους και τους κοίταξαν στα μάτια. Πιο πρόθυμη να μιλήσει η γυναίκα με τη μαντήλα στο κεφάλι. Με τα σπασμένα ελληνικά της. Για να μας πει πως τα παιδιά της πηγαίνουν σχολείο και μαθαίνουν ελληνικά. Και πως έφτασαν στην Ελλάδα με βάρκες περνώντας από τη μιαν όχθη ως την άλλη του Αιγαίου.
Ευπρεπείς και χαρούμενοι. Με μιαν ευγένεια που σε μετέφερε στις άλλες γωνιές του πλανήτη μας και σου υποδείκνυε πως ο ανθρωπισμός είναι μια πολύτιμη και ανεκτίμητη αξία, που δεν έχει αρχή και δεν έχει τέλος. Μια χειραψία κι ένα χαμόγελο στα χείλη μπορεί να ’ναι το ωραιότερο οφειλόμενο δώρο στους ανθρώπους αυτούς που οι βιομήχανοι των όπλων και οι έμποροι του πολέμου τους έριξαν στην αδέσποτη περιπλάνηση και τους μαύρισαν την ψυχή, μαθαίνοντάς τους πως τίποτε δεν τους ανήκει και πουθενά δεν ανήκουν.
Μείναμε μ’ ένα στα στήθη μας σκίρτημα πως η τυχαία μας συνάντηση αυτή ομόρφυνε τη μέρα μας. Και με την πεποίθηση πως ομόρφυνε και τη δική τους μέρα.