Εγώ ήμουν τ’ αρχοντόπουλο ανιψιός του Νικολάκη./ Εγώ ήμουν τ’ αρχοντόπουλο με τους πολλούς παράδες./ Εγώ ήμουν που κουβέντιαζα με μπέηδες, με πασάδες./ Και τώρα πώς κατάντησα να φκιάχνω εγώ μασιάδες;/ Φατμέ μου, σε παρακαλώ, για λύσε μου τα μάγια. Φατμέ, τι μου ‘κανες; Στα Μπιτόλια μ’ έστειλες.
Τραγούδι σε 4σημο ρυθμό, που συνήθως τραγουδιέται στις παρέες. Αναφέρεται στον έρωτα ενός νέου αρχοντικής οικογένειας για μια τουρκοπούλα των Ιωαννίνων, τη Φατμέ. Η δύναμη του έρωτα μπορεί να ανεβάσει τον άνθρωπο, όπως μπορεί κι ένας αρρωστημένος έρωτας να τον μειώσει ή να τον καταστρέψει.
Στο συγκεκριμένο τραγούδι, ο ερωτευμένος νέος, από αρχοντόπουλο με μεγάλη οικονομική επιφάνεια, κατάντησε να πέσει πολύ χαμηλά. Εκεί που συναναστρεφόταν και κουβέντιαζε με μπέηδες με πασάδες και άλλους άρχοντες της πόλης των Ιωαννίνων, ο έρωτας για τη Φατμέ τον έστειλε στα Μπιτόλια (Μπίτολα ή Μοναστήρι) πόλη των Σκοπίων, σαν να του είχαν κάνει μάγια. Ίσως η λαϊκή μούσα ήθελε να ρίξει την ευθύνη στα μάγια, ένα συνηθισμένο φαινόμενο της εποχής εκείνης, και όχι στη θρησκευτική, κοινωνική, και φυλετική διαφορά που τους χώριζε.